Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Ενημέρωση 8 Δεκέμβρη 2012



Σήμερα το πρωί της Κυριακής 9 Δεκέμβρη 2012 έγινε συνέλευση στην αίθουσα Λόγου και Τέχνης Λευκίμμης της Πρωτοβουλίας Πολιτών. Εισηγητής ήταν ο κ. Πελάης ο οποίος αναφέρθηκε στα κατά την άποψή του σπουδαιότερα προβλήματα της Λευκίμμης ροκανίζοντας τον χρόνο ως συνήθως με την λογοδιάρροιά του και κάνοντας πολλούς να αποχωρήσουν. Οι τοποθετήσεις του είχαν τον γνωστό πια σε όλους διεκδικητικό και αρνητικό χαρακτήρα ενεργειών απέναντι στις τοπικές και κεντρικές Αρχές τις αδικίες τις ολιγωρίες και ανικανότητες της εξουσίας. Στο προχωρημένο της ώρας και τον ελάχιστο χρόνο που απέμεινε γίνανε δύο πρωτότυπες για τα Λευκιμμαϊκά πράγματα τοποθετήσεις: Η μία του κ. Κάντα (Κάγκας) ο οποίος πρότεινε ανάληψη ευθυνών από όλους τους Λευκιμμιώτες και πρωτοβουλίες πολιτών για όλες τις ανάγκες και ελλείψεις. Ανέφερε χαρακτηριστικά πρωτοβουλίες στο πρόβλημα διαχείρισης των απορριμμάτων, της παιδείας και της υγείας από μη αμειβόμενους εθελοντές. Η δεύτερη σπουδαία τοποθέτηση έγινε από τον Σ. Κουρή (Λιόπουλο) ο οποίος αναφερόμενος στο πρόβλημα των απορριμμάτων πρότεινε τον απεγκλωβισμό από το δίπολο Κράτος ή Ιδιώτης και να αναζητηθεί η λύση στον χώρο της κοινωνικοποιημένης διαχείρισης. Στην συνέχεια πήρα τον λόγο και πρότεινα την επανεξέταση των ήδη κατατεθειμένων προτάσεών μου όπως του Διακοινωνικού-Διαπαραταξιακού Φορέα, την Αποκεντρωμένη Αυτοδιαχείριση Απορριμμάτων που ήδη υλοποιήθηκε στην Λακωνία με τεράστια επιτυχία, την δημιουργία φορέα εναλλακτικής αξιοποίησης ολόκληρου του εγκαταλειμμένου τμήματος του δομημένου ιστού της Λευκίμμης (Εγκαταλειμμένα σπίτια) και την πρόταση για δημιουργία Κέντρου παραγωγής προϊόντων Ήπιας Τεχνολογίας. Φυσικά ο γνωστός πια για την συμπεριφορά του Α. Κουρής (Φαρμακοποιός) που μετείχε στο προεδρείο με διέκοψε παρερμηνεύοντας τα λεγόμενά μου ως αντικομματική παρέμβαση. Συνέχισα διότι αυτό απαίτησαν αρκετοί συμπολίτες, προς τιμήν τους. Μία νεαρή γυναίκα που πήρε στην συνέχεια τον λόγο ζήτησε να κατατεθούν στο προεδρείο όσες προτάσεις υπάρχουν. Δεν μπόρεσα να της απαντήσω λόγω της δευτερολογίας του κ.Πελάη που εξάντλησε τον ελάχιστο εναπομείναντα χρόνο. Στην εκδήλωση μαζεύτηκαν υπογραφές για την κατάργηση του τέλους 5 Ευρών για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο Κέντρο Υγείας Λευκίμμης. Στην συγκέντρωση παραβρέθηκαν κυρίως Λευκιμμιώτες της παράταξης του κ. Πελάη και ελάχιστοι από άλλες παρατάξεις. Την Δεξιά παράταξη εκπροσωπούσε ο κ. Μοναστηριώτης (Δημοτικός Σύμβουλος) ο οποίος πήρε τον λόγο αυθαίρετα ενιστάμενος για όσα ελέχθησαν από τον κ Πελάη για τις ολιγωρίες και ανεπάρκειες του Δήμου και αποχώρησε εκνευρισμένος χωρίς να τοποθετηθεί.
Συμπερασματικά πιστεύω ότι έγινε μία εκδήλωση με κύρια χαρακτηριστικά παραταξιακής εκπροσώπησης εν όψει των επερχόμενων Δημοτικών εκλογών. Η αναγκαιότητα του Διακοινωνικού Φορέα ως θεσμοθετημένου οργάνου συχνών και τακτικών συνελεύσεων φάνηκε για άλλη μία φορά πως είναι θεμελιακή αναγκαιότητα για την επίλυση των διαρκώς αυξανόμενων προβλημάτων της Λευκίμμης και του τόπου μας γενικότερα. Οι όποιες προσπάθειες αντιμετώπισής τους με παραταξιακή λογική θα περιορίζει το αποτέλεσμα στα στενά όρια των δυνατοτήτων κάθε παράταξης και την πολεμική αντιμετώπιση των υπολοίπων. Ως τότε θα εμμένουμε στην ανάδειξη και συνειδητοποίηση αυτής της αναγκαιότητας. Μόνο ενωμένοι θα βγούμε από το τέλμα. Καλούνται οι πολίτες και όλες οι πολιτικές παρατάξεις να αντιληφθούν αυτήν την αναγκαιότητα αντί να αναζητούν ψήφους στα αποκαΐδια να συνεισφέρουν στον κοινό αγώνα για την ανόρθωση της Λευκίμμης.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

ΑΡΧΑΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΘΑΝΑΤΟ!!!

Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα, του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού…!!! Έτσι μεγαλόπρεπα αρχίζει ο Ολυμπιακός Ύμνος που ανοίγει την αυλαία κάθε μεγάλης αθλητικής συνάντησης σ’ Ανατολή και Δύση. Το πώς συνδέεται, ή καλύτερα ταυτίζεται, η ιδέα του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού με τον Αθλητισμό, είναι παλιά ιστορία με πολλά επεισόδια. Ένα σήριαλ δηλαδή, του οποίου κάθε επεισόδιο δημιουργεί ένα έντονο στυφό συναίσθημα και τελικά ξεσπάς σε γέλια μέχρις δακρύων (βλέπε κλαυσίγελος). Ήταν τότε, λέει, που οι σεξουαλικά τσαχπίνηδες και βιτσιόζοι αρχαιοέλληνες μπουρζουάδες, χτίζανε πετραδάκι-πετραδάκι (κυκλοφορεί και σε δίσκο με τον Νίκο Δάκρυ και την Μάρθα Κλάψα) τον περίλαμπρο, πολεμόχαρο και ιμπεριαλιστικό πολιτισμό τους, πάνω στις πλάτες των ακαμάτηδων δούλων τους. Αυτοί πάλι, άθλιοι και κακορίζικοι όπως ήταν, πελέκαγαν και κουβάλαγαν σαν τα γαϊδούρια τις κοτρώνες της Πεντέλης και φτιάχναν τους Παρθενώνες (παγκόσμια σύμβολα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο) ή πολέμαγαν για ν’ αρπάξουν κάνα χρυσόμαλλο δέρας (για λογαριασμό βέβαια των αφεντάδων και υπό την απειλή του νόμου περι στρατιωτικών υποχρεώσεων Π.Δ 3527 κεφάλαιο Ψ παράγραφος Θ της 21/4/450 πχ. Οι γιοί των αφεντάδων, βέβαια, «δεν τους μπόραγε» η δουλειά. Προτιμούσαν να δουλεύουν οι σκλάβοι γι αυτούς. Είχαν όμως σπουδαία πράγματα να κάνουν: Κάνανε σούζες με άλογα υψηλών επιταχύνσεων ή οργανώνανε ιππο-κροςς με άρματα που είχαν τροχούς με χοντρά τακούνια Good Year, ή κοντράρονταν στις εξάρες, τα πεντόβολα, τα μπιλιάρδα και τα UFO. Ακόμα, την ώρα που οι γονείς τους παίζαν τα ζάρια ομαδικά, μπεκρουλιάζοντας και συσκεπτόμενοι πάνω στο παγκόσμιο πρόβλημα εξασφάλισης φτηνών εργατικών χεριών (βλέπε έκθεση του τότε Υπουργού Εργασίας κ. Αριστείδη του Άνεργου) ετούτοι μαζεύονταν στα γυμνάσια όπου, με την καθοδήγηση καλοπληρωμένων γυμναστών, παίδευαν το…σώμα τους και του νου τους με διάφορα πολύ διασκεδαστικά, χαριτωμένα και έξυπνα παιχνίδια, όπως είναι άλλωστε και όλα τα παιχνίδια της Ανώτερης Τάξης. Με τι παίζαν? Θα σας εξηγήσω: Πρώτ’ απ’ όλα παίζαν με τα λόγια!!! Οι μεγαλύτεροι λογάδες μετά τους νεοέλληνες ήταν οι αρχαίοι. Και τι δεν ξέρανε να πούνε!!! Κάπου διάβασα ότι η κόρη της υπηρέτριας του Ετεοκλή (βουλευτής Επικρατείας το 448 με 444 ΠΧ) όταν άκουσε το αφεντικό της μάνας της να βγάζει λόγο στο κοινοβούλιο, ερωτεύτηκε αμέσως τον γιό του, παρόλο που ο γιός ήταν τραυλός!!! Μετά ήταν κι άλλα παιχνίδια για να παιδεύουν το σώμα: Ασκούνταν καθημερινά με Joking , 8 κατοστάρια κολύμπι, πέταγμα κοτρώνας ή ακοντίου, παράβγαιναν στο ποιος είναι το γρηγορότερο σπαθί του Τέξας, ποιος είναι ο πιο γρήγορος δρομέας, ή πιός έχει το μεγαλύτερο…σάλτο!!! Μια μέρα λοιπόν εκεί που δύο γυμνάσια πιάστηκαν στα χέρια για ψήλου πήδημα, ένας σοφός δάσκαλος είπε την περίφημη φράση: « Τι τσακώνεστε μωρέ? Ιδού το σκάμα, ιδού και το πήδημα! Δεν διοργανώνουμε ένα meeting?» Τότε τα Εγγλέζικα είχαν μεγάλη πέραση, όχι όπως σήμερα. Όποιος τα ανακάτευε με τα Ελληνικά είχε εξασφαλισμένη επιτυχία. Έτσι κι ο δάσκαλος. Τους έπεισε αμέσως. Για να μην τα πολυλογούμε έγινε το meeting και είχε μεγάλη επιτυχία. Πλάκωσε κόσμος πολύς. Ήλθε ο Νομάρχης με την γυναίκα του και ο Δήμαρχος (μπεκιάρης ήτανε), ήλθε ο Δεσπότης και ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Ήλθαν πολλές μαθήτριες να ενθαρρύνουν τους αγαπημένους τους, ήλθε και η «μαρίδα» να κάνει μάτι στις μαθήτριες. Ενθουσιασμός, κραυγές, ουρλιαχτά, σφυρίγματα!!! «Κολώνες-κολώνες» φώναζαν οι μαθήτριες στους αθλητές του Ολυμπιακού Γυμνάσιου. «Ούρα-ούρα-ούρα, θέλετε μαγκούρα» απαντούσαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού Γυμνάσιου, που σε λίγο πιάστηκαν στα χέρια με τους αντίπαλους φανατικούς οπαδούς. Τότε ήταν που έγινε για πρώτη φορά «Της επί χρήμασι εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα». Για δύο μήνες μετά ο κόσμος στις ταβέρνες δεν είχε άλλη κουβέντα. Το meeting έγινε το γεγονός της χρονιάς. Το είδαν αυτό οι σοφοί του γκουβέρνου και συμπέραναν ότι «τέτοια πράγματα πρέπει να γίνονται και όχι διαδηλώσεις και απεργίες». Είπαν μάλιστα να το οργανώσουν καλύτερα του χρόνου. Έφτιαξαν έναν κεντρικό φορέα αθλητικών αγώνων (Γενική Γραμματεία Αθλητισμού τον λέγανε αν δεν σφάλω) και οργάνωναν αγώνες κατά γυμνάσια και περιφέρειες ενώ τους πανελλήνιους τους είπαν Ολυμπιακούς. Είχαν και πολλά preem, όπως δωρεάν είσοδο στα γήπεδα, είσοδο χωρίς εξετάσεις στις ανώτατες σχολές σωματικής αγωγής, ταξίδια στην Περσία κλπ. Ένας απ’ το γκουβέρνο που ήταν διευθυντής της coca-cola (μετά έγινε ομογενής) πρότεινε να πληρώσει αυτός τις διαφημίσεις των αγώνων. Πράγματι πρόσφερε τσάμπα τις αφίσες, βάζοντας μόνο τον λογότυπο της πολυεθνικής του στο κάτω μέρος του πάπυρου της αφίσας. Τον μιμήθηκαν αμέσως και άλλοι, με εξ’ ίσου εντυπωσιακές και απλόχερες προσφορές, όπως εκείνη του διευθυντή μιας πολυεθνικής ηλιακών ρολογιών που πρόσφερε ένα τεράστιο υπερσύγχρονο ηλιακό ρολόι στο στάδιο! Πόσα δεν έγιναν… Κάποιος όμως είχε μία απορία: «Θα παίρνουν μέρος και οι σκλάβοι στους αγώνες?» ρώτησε. Άλλος όμως θετικά του απάντησε: « Βεβαίως. Τι Δημοκρατία έχουμε. Στο φαί μας νοιάζει να μην παίρνουν μέρος, όχι στους αγώνες». Ναι μα τα έξοδα για γήπεδα, αθλητικές εγκαταστάσεις κλπ ποιος θα τα πληρώνει?» Ο άλλος άρχισε να νευριάζει: « Βρέ βλάκα αυτό είναι το πιο εύκολο: Θα φτιάξουμε ένα Προ-Πο. Οι σκλάβοι θα τα’ αγοράζουν και έτσι θα πληρώνουν τα έξοδα, οπότε και γήπεδα θα έχουν και εμάς θα μας αφήνουν ήσυχους»/ Ήταν πειστικότατος και δια βοής ανακηρύχτηκε Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού. Έτσι στο επόμενο meeting έτρεξε και ο Λούης! Γέλαγαν οι μπουρζουάδες γιατί έτρεχε ξυπόλυτος. Ο Λούης όμως, μια ζωή στα τρεχάματα σαν τον Βέγγο, (γαλατάς ήτανε) βγήκε πρώτος! «Σας έσκισα βουτυρόπαιδα» σκέφτηκε, ενώ οι σκλάβοι αποθέωναν το «δικό τους παιδί» όπως οι γύφτοι τον Αγγελόπουλο. Γεγονός όμως είναι ότι η γεμάτη περιεχόμενο σκελέα του Λούη, μπορεί να μην ήταν assics tiger, ωστόσο έγινε θέμα συζήτησης όλων των κυριών στα σαλόνια. Τα βουτυρόπαιδα όμως, παρόλο που δεν ανησύχησαν καθόλου μην πάει και δεν τους φέρει ο Λούης το γάλα το άλλο πρωί, αφού είχαν ένα σωρό είλωτες, δεν πολυχώνεψαν και την ιδέα του Γ. Γραμματέα για κοινούς αγώνες δούλων και αφεντάδων. Δεν το βαλαν κάτω. Παράτησαν αμέσως τα bus-class αγωνίσματα και επιδόθηκαν με πιο ακριβά sport ώστε οι σκλάβοι να μην μπορούν να τα πλησιάσουν. Πείσανε μάλιστα τον ΓΓ να συμπεριλάβει στους Ολυμπιακούς ένα σωρό καινούργια sport όπως το tennis, η ιστιοπλοϊα, το ski στο χιόνι, την ξιφασκία, την ιππασία κλπ. Κι αν δεν τα κατάφεραν να τον πείσουν για μερικά άλλα, έγνοια τους. Ήταν πιο super γι αυτούς να βλέπουν τους αγώνες από ψηλά. Μερικά όμως ανόητα βουτυροπαιδα (αφάν γκατώ) δεν ψυλλιάστηκαν το κόλπο και συνέχιζαν τις κακές συνήθειες και κυρίως τις κακές συναναστροφές στο ποδόσφαιρο, τους δρόμους ταχύτητας και αντοχής, στο βάδην, στο μπάσκετ κλπ. Έτσι ανάγκασαν τους γονείς τους να τους τραβήξουν τα’ αυτιά. «Πες μου με ποιόν πάς να σου πω ποιος είσαι» έλεγαν στα παιδιά τους. «Άμα ανακατεύεσαι με τα πίτουρα θα σε φάνε οι κότες». Κότες βέβαια λέγανε τότε τα φτωχοκόριτσα, ενώ τα πλουσιοκόριτσα τα λέγανε Κοκότες. Όταν όμως η μόλυνση της ταξικής συνείδησης των παιδιών τους παραήταν προχωρημένη, δεν δίσταζαν, απ’ όσα ξέρω, να υποβάλλουν τα παιδιά τους σε ένα τριήμερο δεξιόστροφο αυστηρό…στριφτομάγουλο!!! Όταν ο Λούης πέθανε στην ψάθα, υπουργός αθλητισμού ήταν ο Ασλανίδης, που αν τον αφήνανε άλλα 7 χρόνια θα έφτιαχνε σε κάθε πόλη και στάδιο, σε κάθε χωριό και γυμναστήριο, γιατί στο μεταξύ οι σκλάβοι άρχισαν να φωνάζουν «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία».Δεν πρόλαβε όμως ο κακομοίρης. Ήταν και η ήττα στο Γουέμπλευ που δεν μπορούσε εύκολα να την παρουσιάσει σαν νίκη… Πάντως οι σκλάβοι πείναγαν πολύ, τόσο που κόντεψαν να τον φάνε και τον ίδιο. Και θα το κάνανε αν δεν τους φαινόταν πιο αχώνευτος κι απ’ το Αρχαίο το Πνεύμα το Αθάνατο. Φυσικά προτίμησαν να φάνε το δεύτερο. Παράλληλα όμως με τα επίσημα αναγνωρισμένα κλασικά αθλήματα αναπτύχθηκε τότε και ο παρααθλητισμός, με πανάρχαια και ευρέως διαδεδομένα αθλήματα. Έτσι πολλοί αντί να μάθουν να πετάνε δίσκο και ακόντιο προτιμούσαν το…καμάκι. Μαθεύτηκε ότι στους πανελλήνιους αγώνες επαγγελματικού καμακιού είχαν και σπουδαία βραβεία: Στον πρώτο νικητή έδιναν μία χρυσή τρίαινα, στον δεύτερο ένα ψαροντούφεκο με δελφινιέρα, στον τρίτο ένα ασημένιο πιρούνι ενώ σε όσους πήραν μέρος έδωσαν, τιμής ένεκεν, μία χρυσή οδοντογλυφίδα. Ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον συγκεντρώνουν, τα τελευταία χρόνια, ατομικά και ομαδικά αθλήματα που διεξάγονται σε κλειστά γυμναστήρια κεκλεισμένων των θυρών, οι δε επιδόσεις και τα ρεκόρ, κινηματογραφημένα, προβάλλονται κι αναγνωρίζονται μετά από μήνες σε διάφορες αίθουσες προβολής. Μαθαίνω μάλιστα ότι πρωταθλητής στο άλμα εις βάθος, είναι κάποιο φαλακρό ταλέντο που σαρώνει παγκόσμια ρεκόρ και ακούει στο όνομα Γκουσγκούνης (!!!) ενώ στην ιππασία υπάρχει σωστό φυτώριο νέων αμαζόνων. Βέβαια είναι και κάποιοι αντιαθλητικοί τύποι που τραγουδάνε: «Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει…). Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ο Αθλητισμός είναι το καλύτερο εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για να βγάζει τα μάτια του Λαού και να μην βλέπει το συμφέρον του. Λένε τον Αθλητισμό Αφιόνι και μάλιστα πιο ισχυρό από πολλά άλλα γνωστά ναρκωτικά. Όμως ΗΤΑΝ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Γιατί τώρα με την Αλλαγή αλλάξανε τα πράγματα. Γι αυτό και ο συγχωριανός μου υπουργός Αθλητισμού Κίμωνας, για να αποδείξει ότι ο Αθλητισμός είναι για όλους, κατέβηκε κι ο ίδιος με σωβρακάκι Speedo και παπούτσια Strike στον Γύρο της Αθήνας!!! Τον είδε ως και η θειά του στο χωριό και καμάρωνε: «Μπράβο ανιψιέ!!! Σου αξίζει η εξουσία!!! Με τέτοια μούσκουλα όμως κρίμα που δεν ήλθες το καλοκαίρι πού’ κανα τ’ αμπέλι λιόκαμα να με βοηθήσεις να τελέψω ντιλέγκου.» Ο Κίμωνας όμως εκείνη την ώρα μίλαγε στον Ελληνικό λαό και δεν άκουγε την θειά του. Εσύ κυρ Σπύρο? (τον γέρο μανάβη με το γαϊδουράκι ρωτάω) Τι γνώμη έχεις για όλ’ αυτά? Θα μπορούσες να πεις δυό καλά λόγια για τον Αθλητισμό? Όχι? Δεν σε άγγιξε ποτέ, στ’ αλήθεια, το Αθάνατο Αρχαίο Πνεύμα? Δεν σε συγκινεί του Διακογιάννη η φωνή? Τόση ποικιλία από αθλήματα υπάρχει. Δεν σου αρέσει η πάλη ή το ποδόσφαιρο? Τότε μάθε box η Judo η τοξοβολία ή ιστιοπλοΐα. Ο Αθλητισμός είναι για όλους. Τιιι? Το μόνο άθλημα που ξέρεις και ασκείσαι καθημερινά είναι η βιοπάλη? Άλλο κι’ ετούτο!!! Και μη χειρότερα να λέμε. Ταπεινή προσφορά του Γιώργου Βλάσση στον Κίμωνα Κουλούρη που ήλθε σήμερα (25-01-1984) να εγκαινιάσει τον χλοοτάπητα του σταδίου της Κέρκυρας και έκλεισε όλα τα σχολεία για να πάνε στο στάδιο όλοι οι μαθητές να τον επευφημήσουν, απαξιώνοντας το έργο των εκπαιδευτικών και νομίζοντας πως όλοι τρώμε κουτόχορτο. Γιώργος Σ. Βλάσσης (καθηγητής ηλεκτρολογίας Τεχνικών Λυκείων Κέρκυρας) ΥΓ: το παραπάνω κείμενο μοιρασμένο ιδιοχείρως στην πύλη του σταδίου αποτέλεσε την αιτία την πρώτης ΕΔΕ εναντίον μου. Συγκλήθηκε έκτακτο Νομαρχιακό συμβούλιο παρουσία του Υπουργού Αθλητισμού. Προτάθηκε από τον αστυνομικό διευθυντή να συλληφθώ άμεσα και να «συμμορφωθώ» στην ασφάλεια αλλά ο υπουργός είπε ότι πρέπει να ακολουθηθεί η δημοκρατική διαδικασία και την υπόθεση να αναλάβει ο Νομάρχης. Νομάρχης Κέρκυρας ήταν ο κ. Κόκκινος ο οποίος αποφάνθηκε ότι η ποινή που μου αναλογούσε ήταν υπεράνω των δικαιοδοσιών του και παρέπεμψε το θέμα στον τότε υπουργό παιδείας κ. Κακλαμάνη. Αυτός αποφάνθηκε (ως σύγχρονος Πόντιος Πιλάτος) ότι επί του θέματος όφειλε να αποφασίσει το Περιφερειακό Συμβούλιο Τεχνικής Εκπαίδευσης). Αυτό με κάλεσε σε έγγραφη απολογία την οποία αρνήθηκα όπως και τις εκκλήσεις της επικεφαλής του ΨΤΕΕ κ. Ραψομανίκη για να της υποσχεθώ ότι δεν θα το ξανακάνω, πράγμα που κατηγορηματικά αρνήθηκα . Το ΨΤΕΕ με τιμώρησε με επίπληξη. Τους συγχωρώ όλους και εύχομαι να δικαιωθούν από τα παιδιά τους.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Πρέπει να κάνουμε μία παληκαριά


tvxs.gr/node/97393 Άρθρο του Χαίνη (μέλους του γνωστού μουσικού συγροτήματος) Πρέπει να κάμομε μια παληκαριά ενηλικίωσης. Απ΄αυτήν θα προκύψει ένα καινούργιο Αφήγημα. Το ρίσκο πρέπει να ναι σοκαριστικό, πρωτότυπο, καθοριστικό, παράτολμο, να εξάπτει την περιέργεια και να γοητεύει ακόμα και τους πιο δύσπιστους" ο Χαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης, ένας από τους πιο αυθεντικούς και σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες - δημιουργούς, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή τις κρίσιμες επερχόμενες εθνικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, θέτοντας απλά και ίσως αστεία ερωτήματα για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, αλλά και προτείνοντας λύσεις, συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs. "Πολλά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο διευθετήθηκαν, όταν αναρωτηθήκαμε για το προφανές. Πολλά προβλήματα λύθηκαν, όταν τέθηκαν τα ερωτήματα, απλά και αστεία ή πολλές φορές και ονειρικά… Για παράδειγμα: " Οι νόμοι της παγκόσμιας Μηχανικής και της κίνησης των ουρανίων σωμάτων, αποκαλύφθηκαν από την αστεία ερώτηση του Ισαάκ Νιούτον (Νεύτωνα στα ελληνικά), γιατί το μήλο, έπεσε στο κεφάλι του… " Η αρχή της αμοιβαιότητας, αποκαλύφθηκε στον Άλμπερτ Αϊνστάιν, όταν διερωτήθηκε πολύ απλά, γιατί όταν βρίσκομαι σε ένα τραίνο και ξεκινάει το διπλανό, νομίζω ότι κινούμαι εγώ... " Ή ακόμη και σε κατάσταση ονειρική, όταν ο Κεκουλέ, βρήκε την απάντηση για την εξαγωνική δομή του βενζολίου, όταν είδε στο όνειρό του ένα φίδι να δαγκώνει την ουρά του! Γι αυτό, λοιπόν, φλερτάρει κάποιος καλλιτέχνης ή επιστήμονας με την τραγικότητα και την γελοιοποίηση, θέτοντας απλά και αστεία ερωτήματα, εκκινώντας από μια παιγνιδιάρικη διάθεση, από τη δίψα της έρευνας ή από περιέργεια, απλά και μόνο. Ερώτηση 1η (από τον Σοπενάουερ) : Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να πεθάνεις; Δύο και μόνο: Ή από βάσανα ή από πλήξη. Υπάρχει, λέει, μία μόνη διέξοδος από αυτό το πεπρωμένο, κι αυτή είναι ο τρόπος του ηρωισμού μέσα από την τέχνη. Κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει τέχνη τη ζωή του, αρκεί η κοινότητα των ανθρώπων, να τον βοηθήσει να βρει την ιδιαίτερη - μοναδική κλίση του. Εδώ, υπεισέρχεται το θέμα της Παιδείας. Ερώτηση 2η : Ποιο είναι το καλό σχολείο; Το κρατικό της Αριστεράς, ή το επιχειρηματικό της Δεξιάς; Η ερώτηση είναι άστοχη, αφού βραχυκυκλώνεται στα επίθετα (κρατικός, επιχειρηματικός) και δεν επικεντρώνεται στο ουσιαστικό (σχολείο). Σύμφωνα με τους πιο φωτισμένους σύγχρονους εκπαιδευτικούς το σχολείο προσφέρει τα ελάχιστα, σχεδόν τίποτα, παρά μόνο, καταπολέμηση της φαντασίας, καλλιέργεια της στείρας αποστήθισης και κατασκευή υπάκουων ομοιόμορφων κοινωνικών πλίνθων(τούβλων, δηλαδή, που λέει ο λαός). Ενώ, τουναντίον, λένε οι ίδιοι εκπαιδευτικοί, μια κοινωνική εργασία, μια προσωπική έρευνα, μια διεκπεραίωση μιας κοινωνικής αποστολής, μπορεί να διδάξει σε πολύ πιο σύντομο χρόνο, ότι δεν είχαν φανταστεί οι θιασώτες της ιδρυματοποιημένης εκπαίδευσης. Ούτως ή άλλως, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στή φύση, θηλαστικά, να παραμένουν ακινητοποιημένα τα χρόνια ενηλικίωσης τους(τουναντίον είναι αεικίνητα) και αποξενωμένα από όλες τις δραστηριότητες της αγέλης, της φυλής, της κοινότητας. Συνεπώς η αποκλειστικά έγκλειστη εκπαίδευση είναι εξ΄ορισμού παρα φύσιν. Το σχολείο προπαρασκευάζει πειθήνιες καταναλωτικές μονάδες.Ο οποιοσδήποτε δύσπιστος, ας αναλογιστεί πόσο μοιάζουν τα ωράρια του σχολείου, του στρατού, της φυλακής και της μισθωτής εργασίας. Ας βρει,κι ο πιο καχύποπτος,κάποιο άλλο παράδειγμα στη φύση, γεγονότος με τόσο ακραίο χωρικό και χρονικό ντετερμινισμό. Ο πολίτης (σε αντιδιαστολή με τον καταναλωτή) έχει εποπτική εικόνα και άμεση συμμετοχή σ΄όλες τις κοινωνικές διεργασίες (πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές κ.α.). Κι αυτό το μαθαίνει εξαιρετικά δύσκολα ο ενήλικος. Διερωτώμαι πολλές φορές, μήπως ολαυτά είναι ουτοπίες; Ανατρέχω στον εαυτό μου: " Τον τρόπο να μαζεύω τις ελιές, τον έμαθα από τον πατέρα μου. Μου τον ενέπνευσε, γιατί τραγουδούσε στο χωράφι. Πρακτικά, αυτό έγινε, όταν πήραμε το ρίσκο από κοινού, να συνθέσουμε δύο αντιθέσεις: του νέου και του παλιού, αναλαμβάνοντας μαζί την ευθύνη της συλλογής του ελαιοκάρπου. " Το πολύπλοκο μαθηματικό μοντέλο Standard Model, που εξηγεί τα φαινόμενα του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου, δεν μου το 'μαθε κανένα σχολείο και καμιά ιδρυματοποιημένη εκπαίδευση, αλλά, η προσωπική μου σχέση κι η καθημερινή μου επαφή με τον καθηγητή Πέτρο Δίτσα, και ο τρόπος ήταν η κοινή εργασία, το κοινό τόλμημα, δηλαδή, η δημοσίευση, στο Διεθνή επιστημονικό Τύπο, πρωτότυπης εργασίας για το σωματίδιο Higgs. " Στην κρητική μουσική, μυήθηκα από τον δάσκαλο Ψαρογιάννη Ξυλούρη, που πήραμε μαζί το ρίσκο να παίξουμε στα πανηγύρια και να συμπράξομε σ΄ στο δίσκο του "Ερωτόκριτος". " Στην Βυζαντινή μουσική από τον πρωτοψάλτη Γιάννη Δαμαλάκη, συμμετέχοντας στο δίσκο "Της θάλασσας τα κύμματα". " Στ' αραβοπέρσικα μακάμια, (αρχικά) από τον τούρκο βιρτουόζο Σενίχ Ουντεγέρ, μεταφράζοντας το θεωρητικό του Καραντενίζ και συμμετέχοντας στο δίσκο "Του Λιβικού το πέλαγος". " Στην αντίστιξη με τον Θοδωρή Ρέλλο, συνεργαζόμενοι σε παραστάσεις και συμμετέχοντας στον δίσκο "Μητροπολιτικά", κλπ. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, τις αυτο-οργανωμένης μαθητείας, ο δάσκαλος εμπνέει τον μαθητή και εμπνέεται από τον μαθητή. Ο διαχωρισμός αρχίζει να αμβλύνεται με την παρουσίαση κοινού έργου, ενός τολμήματος με πραγματικά πυρά που επισφραγίζει τη διάχυση της γνώσης, τη συμπόρευση και τη συμμαθητεία των μερών. Είμαι σίγουρος ότι αν σκαλίσετε με ειλικρίνεια τη μνήμη σας, θα δείτε πως ότι μάθατε το οφείλετε στην προσωπική γοητεία ενός δασκάλου, που η ύπαρξη του,πάντα είναι εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όμως μη νομίσετε ότι το σύστημα της παιδείας σκλαβώνει μόνο τα παιδιά. Σκλαβώνει διπλά τους γονείς. Μη νομίσετε ότι η "αγία" σας οικογένεια είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα μέλη της. Αλλά ας δουμε την ιδιότυπη σκλαβιά των ενηλίκων μελών, που συνθλίβονται στο μαγκανοπήγαδο του 'ιερού' θεσμού της οικογένειας και των εκπαιδευτικών επιλογών της. Στις σημερινές κοινότητες των ανθρώπων (του δυτικού κόσμου κυρίως), έχουμε να κάνουμε με Πυρηνικές και όχι με Φυλετικές οικογένειες(που υπάρχουν σε πολλά μέρη του πλανήτη και στην Ελλάδα ως επί το πλείστον μέχρι το '80). Αν ανατρέχω συχνά σε παλαιότερες κοινωνίες, δεν το κάνω προτείνοντας να τις μιμηθούμε, αλλά να δούμε την άρρητη, συχνά, θέσμισή τους, τη σμιλεμένη από το χρόνο φυσική οικονομία τους κι ίσως πάρουμε στοιχεία, για να οικοδομήσουμε το νέο κόσμο που ονειρευόμαστε. Στις φυλετικές, λοιπόν, οικογένειες, τα παιδιά είχαν ( τροπον τινά) πολλούς πατεράδες, και πολλές μανάδες. Αυτό σημαίνει, ελεύθερος χρόνος και ελεύθερος χώρος για μικρούς και μεγάλους και πολύ περισσότερες αλληλεπιδράσεις .( Σήμερα δεν υπάρχουν παιδιά, να παίζουν χωρίς επίβλεψη!). Η χαλαρή αυτή σχέση ήταν πράξη έξοχης φυσικής οικονομίας, ακριβώς όπως κάνει η φύση για να δημιουργήσει οργανική ύλη (δηλαδή ζωή): Φτιάχνει ανθρακικές αλυσίδες που τα ηλεκτρόνια είναι απεντοπισμένα σ΄ όλο το μήκος των πυρήνων. Στις σύγχρονες πυρηνικές οικογένειες, οι γονείς, εκτός από σκλάβοι των αφεντικών και του μικροαστικού εορτολόγιου, γίνονται σκλάβοι των ίδιων των παιδιών τους. Δηλαδή, η μητέρα κι ο πατέρας δαπανούν όλο το χρόνο τους σε γραφειοκρατικές πράξεις, σε μπέιμπι σίτινγκ, γίνονται ταξιτζήδες φροντιστηρίων, με αποτέλεσμα να χάνουν πολύ γρήγορα, όχι μόνο το δημιουργικό εαυτό τους αλλά και την ταυτότητά τους ως αναπαραστάσεις φύλων. Παύουν, δηλαδή, να είναι μάχιμα θηλυκά και αρσενικά. Ευνουχίζονται. Το φαινόμενο της παιδεραστίας που γιγαντώνεται στις δυτικές χώρες, είναι η αρρωστημένη αντίδραση σ΄αυτόν τον ευνουχισμό κι η αναζήτηση λύσης μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των οικογενειακών εστιών και των σχολικών κτηρίων(αυτοαναφορά). Το σχολικό κτήριο (αν είναι καλόγουστο), μπορεί να υπάρξει σε μια μελλοντική κοινωνία μόνο σαν συμπλήρωμα της προσωπικής(άμεση σχέση δασκάλου-μαθητή) και της περιρρέουσας (δημόσιοι χώροι) παιδείας. Πιο παράλογη από τη σημασία της ιδιοκτησίας των αγαθών, είναι η σημασία της ιδιοκτησίας των παιδιών. Ερώτηση 3η (Για φυσικούς και όχι μόνο) : Τι σχέση έχει ο Αϊνστάιν με την εγκληματικότητα; Η μεγάλη συνεισφορά του Αϊνστάιν δεν είναι αυτά που λένε τα εκλαϊκευμένα άρθρα των εφημερίδων. Μια από τις δύο πιο ανατρεπτικές προτάσεις του 20ού αιώνα, που καθόρισαν τη ζωή μας, ήταν η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, του κυρίου Άλμπερτ… Το συμπέρασμα αυτής της καταπληκτικής θεωρίας (1917) του Αλβέρτου Αϊνστάιν, συνεπικουρούμενου από τις μελέτες του μαθηματικού Μπέρναρντ Ρίμαν, στις μη Ευκλείδειες Γεωμετρίες, αποτυπώνεται στο εξης αφάνταστο, έξοχο και ανατρεπτικό λήμμα : Η Γεωμετρία του χωρόχρονου, και τα Φυσικά Χαρακτηριστικά της ύλης, σχετίζονται! Σχετίζονται! Σχετίζονται! Σχετίζονται! Αυτό τι σημαίνει; Ότι, δηλαδή, η καμπύλωση του χωρόχρονου (η καμπυλότητα είναι γεωμετρικό χαρακτηριστικό), γεννά τη μάζα που είναι ένα φυσικό μετρήσιμο. Συμβαίνει και το ακριβώς αντίστροφο: Η μάζα προκαλεί καμπύλωση του χωροχρόνου. Με μια αναγωγή στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι, η γεωμετρία του χώρου και του χρόνου μας, γεννά τα κοινωνικά φαινόμενα και το αντίστροφο. Παρατηρείστε ότι τα φαινόμενα της βίας και της εγκληματικότητας έχουν εστιακούς πυρήνες όπου υπάρχει αφύσικη, άσχημη δόμηση, παραγκουπόλεις ή πυκνοκατοικημένες περιοχές κι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. (Το ίδιο ισχύει για τον χρόνο που τον καταλαβαίνομε μόνο από τις αλλαγές του χώρου). Η άσχημη αυτή γεωμετρία δημιουργήθηκε (κατ΄αντιστροφή) από τα κοινωνικά φαινόμενα της βίας παλιότερων γενεών. Η οπτική αναπαράσταση του κόσμου γύρω μας είναι η αμεσότερη στις αισθησεις κι η γεωμετρία της, αντανακλά την κληρονομιά της βίας πολλών γενεών, ενώ είναι γεννήτορας ή εν δυνάμει γεννήτορας καινούργιας βίας. Ε, λοιπόν θέλω να βγω απ΄αυτόν το φαύλο κύκλο.Η επανάληψη είναι η κόλαση μας. Δεν αποδέχομαι την κληρονομιά αυτή. Η δόμηση του χώρου μας είναι η πολιτισμική μας ταυτότητα και ο καθρέφτης της ηθικής μας. Εδώ, θα προτείνω, ότι, μια λύση (και μάλιστα θεαματική), θα ήταν, η σωστή-επιτέλους- χρήση της πολεμικής μας αεροπορίας για ειρηνικούς σκοπούς. Ερώτηση 4η (για μαθηματικούς και όχι μόνο): Ποία η πιθανότητα εμφάνισης ενός διαρρήκτη. Στις σύγχρονες κοινωνίες η πιθανότητα εμφάνισης ενός διαρρήκτη, είναι ίση ακριβώς, με την πιθανότητα εμφάνισης ενός τραπεζίτη. Όταν υπάρχει αφύσικη συσσώρευση αγαθών, νομοτελειακά, κάποιος τα διαχειρίζεται, κάποιος τα φυλάει και κάποιος άλλος τα επιβουλεύεται. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο διαρρήκτης, ή ο αστυνομικός ή ο τραπεζίτης, ή ο… φρονιμίτης. Το πρόβλημα έγκειται στη σχέση τους, δηλαδή στην ιδιοκτησία (= πρωτογενή κλοπή εις βάρος της κοινότητας). Κατάργηση της ιδιοκτησίας σημαίνει αυτόματα κατάργηση της βίας και της καταστολής της. Σκεπτικιστή αναγνώστη κάνε την εξης απλή παρατήρηση: Ο τραπεζίτης, ο αστυνομικός και ο διαρήκτης έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Κι οι τρεις δεν παράγουν και δε δημιουργούν απολύτως τίποτα!(δεν παραβλέπω την ...τεράστια οργανωτική τους συνεισφορά). Σαν κοινότητα όμως ,θα χρειαζόμασταν το παιδιάστικο και δημιουργικό κομμάτι των ανθρώπων που κατέληξαν στα πραναφερθέντα επαγγέλματα. Οι άνθρωποι, θα 'πρεπε, να ενδιαφέρονται για τη χρήση και όχι την ιδιοκτησία των αγαθών. Για παράδειγμα, το καλό βιβλίο είναι θέμα περιρρέουσας παιδείας, διάχυσης πολιτισμικού κεφαλαίου και ύπαρξης βιβλιοθηκών σε κάθε πόλη ή χωριό, και όχι η αντιμετώπιση του σαν ένα ακόμη εμπορικό προ'ι'όν που θα κοσμίσει τη σαλοτραπεζαρία μας ή θα γίνει επικίνδυνο βλήμα κατά τη διάρκεια συζυγικών καβγάδων. Συμπερασματικά οι αστικές δημοκρατίες (με το δίπολο ιδιοκτησία-εγκληματικότητα) έχουν σχέση με τον ορθό λόγο(αληθείς μαθηματικές προτάσεις), όση σχέση έχουν οι Βεδου'ί'νοι με το αλπικό σκι. Ερώτηση 5η (για χριστιανούς και όχι μόνο): Πως εξηγείται λογικά, ο Ιησούς που είχε ένα και μόνο χιτώνα κι επιτέθηκε σφόδρα στην ιδιοκτησία και τον πλούτο, να λατρεύεται σα Θεός από τους χριστιανούς, που υπερασπίζονται με λύσσα την περιουσία τους και με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα την αύξηση της; Το εγχείρημα απάντησης σ΄αυτό το ερώτημα έχει τον ίδιο βαθμό δυσκολίας μ΄αυτό της επίλυσης του προβλήματος του τετραγωνισμού τιυ κύκλου. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ερώτηση 6η : Ένα εργοστάσιο ανήκει σε έναν καπιταλιστή ιδιοκτήτη. Αν η ιδιοκτησία περάσει εξ' ολοκλήρου στους εργαζόμενους, γίνεται αυτομάτως κομμουνιστικό; (Δηλαδή, ελληνιστί, κοινοτικό); Η απάντηση είναι "όχι". Ο εργαζόμενος πάλι θα είναι αποξενωμένος από το προϊόν και τη διαδικασία παραγωγής του. Ο εργαζόμενος θα σιχαίνεται αυτό που κάνει, γιατί δεν θα είναι παρά ένας μηχανιστικός κρίκος της αλυσίδας παραγωγής. Καμιά αλλαγή δεν γίνεται, αν ο πολίτης εργαζόμενος, δεν έχει σαφή και εποπτική άποψη για το τι θέλει να παράξει και με ποιον τρόπο να το παράξει (παρακαλώ, να μην ταυτίσει κανείς την εξειδίκευση με τη μονομέρεια). Ερώτηση 7η : Ποιά είναι η διαφορά, μεταξύ παραγωγής και δημιουργίας; Τα παραγόμενα είναι αντίτυπα, ενώ τα δημιουργήματα μοναδικότητες. Ερώτηση 8η : Ποιος είναι ο πιο καταπιεσμένος σ' αυτόν τον κόσμο; Η ερώτηση έχει λάθος στο γένος. Το πιο καταπιεσμένο πλάσμα δεν είναι ο μαύρος αλλά η μαύρη. Η πιο καταπιεσμένη, διαχρονικά και παγκοσμίως, ονομάζεται γυναίκα. Και η πιο καταπιεσμένη γυναίκα, η πόρνη. Και η πιο καταπιεσμένη πόρνη, η τοξικομανής. Η πιο καταπιεσμένη πόρνη - τοξιμανής; Η οροθετική. Συνεπώς, το να διαπομπεύεις τον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον πιο αδύνατο, χωρίς να γίνεται κοινωνική επανάσταση, είναι σημάδι κανιβαλικής, ανήθικης και υπανάπτυκτης κοινωνίας. Ο ρατσισμός (κοινωνικός,φυλετικός κ.α.) είναι το κτήνος που έχομε μέσα μας. Ο λα'ι'κισμός πολλών δεκαετιών, γαλούχισε φοβικές και άρα επιθετικές(το φοβισμένο ζώο επιτίθεται) συνειδήσεις απέναντι στο διαφορετικό. Μπροστά στο χρόνιο συγκεκαλυμμένο, ύπουλο ρατσισμό κι εθνικισμό των καθωσπρέπει αστικών κομμάτων πολλοί αναρωτιούνται για την είσοδο της ρατσιστικής ακροδεξιάς στη βουλή(τουλάχιστον είναι ειλικρινέστερη των παραπάνω). Προσωπικά, ανησυχούσα μήπως δεν μπεί στη βουλή, γιατί αυτό που έχει η ελληνική κοινωνία μέσα της, καλό είναι να το βλέπει στον κοινοβουλευτικό καθρέφτη της με τον καθαρότερο δυνατό τρόπο. Ερώτηση 9η : Ποιό είναι ένα από τα πιο φρικιαστικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών στον πλανήτη; Η δολοφονία 800 χιλιάδων Τούτσι και Χούτου στη Ρουάντα, μέσα σε λίγες μέρες. Αλλά η Ρουάντα δεν έχει πετρέλαια. Δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά μόνο ερμηνείες γεγονότων και σίγουρα τα ΜΜΕ μας αφηγούνται τις...σημαντικότερες και προβάλλουν την ...ευαισθησία των παγκόσμιων ειρηνευτικών δυνάμεων. Ερώτηση 10η : Ποιό είναι το πιο επικίνδυνο θηλαστικό για τον άνθρωπο; Ο Ιπποπόταμος (μετά τον άνθρωπο). Και μόνο αν μπει στην περιοχή του. Με ενδιαφέρει όχι μόνο η ανθρωπότητα, αλλά και η φαλαινότητα, η αρκουδότητα, η πευκότητα και η κεδρότητα. Ερώτηση 11η :Παλιότερα οι άνθρωποι πίστευαν ότι η γη είναι επίπεδη κι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό. Υπάρχει σήμερα μια ανάλογη αφελής δοξασία; Ναι. Πιστεύουν ότι ο εαυτός τους σταματά στην εξωτερική πλευρά του δέρματος τους. Αν υπάρχουν δυο αλήθειες σ΄αυτή τη ζωή, είναι η αδιάσπαστη ενότητα του σύμπαντος και η ακατάπαυστη ροή του. Ερώτηση 12η : Σε έναν τόπο για πολλά χρόνια υπάρχει ένα γήπεδο και μέσα παίζεται κάποιο άθλημα. Η πληροφορία που έχουμε είναι, ότι " α) οι θεατές είναι σχεδόν πάντα θεατές-αν και ονειρεύονται να γίνουν παίχτες, φτωχοί, και χτυπιούνται μεταξύ τους. " β) Οι παίκτες είναι πλούσιοι, προσφέρουν κακό θέαμα και στημένα αποτελέσματα. Ποιος φταίει; Αν βάλετε όπου "γήπεδο" τις "ετερόνομες κοινωνίες" (για παράδειγμα στα θεοκρατικά καθεστώτα της Αραβίας ο νόμος έρχεται από τη Σαρία, δηλ. από το Θεό, ενώ στα δυτικά καθεστώτα από τις αγορές), και όπου "άθλημα" το "κυνήγι της εξουσίας", θα βρείτε την απάντηση στην παραπάνω ερώτηση: Φταίει το γήπεδο και το άθλημα. Ερώτηση 13η : Μπορεί κανείς να πατάξει τη διαφθορά που εμφανίζεται σε όλες τις εξουσίες διαχρονικά και παγκοσμίως; Όχι. Η διαφθορά είναι η πρώτη θυγατέρα της εξουσίας. Η συσσώρευση, γεννά το φαινόμενο της διαφθοράς, σαν μια πράξη ανακατανομής των συμβόλων εξουσίας ,από τους δεύτερους τη τάξει απέναντι στους πρώτους, στη φαντασιακή ιεραρχία της εξουσίας. Ερώτηση 14η : Αν πηγαίνεις πέντε βήματα μπρος και δύο πίσω, σε πόσο χρόνο θα πας από την Αθήνα στην Κόρινθο; Το ερώτημα είναι χαρακτηριστικό των α-νόητων ερωτημάτων και διλημμάτων της αστικής δημοκρατίας.Η απάντηση, πάντως, σε αυτή την ερώτηση είναι, ότι δε θα φτάσεις ποτέ. Θα σε κρατήσουν στο Δαφνί. Ερώτηση 15η : Είναι καλοί οι μετανάστες και κακοί οι ντόπιοι; Ή είναι καλοί οι ντόπιοι και κακοί οι μετανάστες; Παιδαριώδες ερώτημα. Αφού υπάρχουν ντόπιοι που εκμεταλλεύονται ντόπιους, και αφού υπάρχουν μετανάστες που εκμεταλλεύονται μετανάστες. Άρα, το βασικό δεν είμαστε εμείς. Το βασικό είναι οι σχέσεις μας. Ο άνθρωπος είναι απλά το φαινόμενο. Η ύπαρξη είναι η ουσία. Το κοινωνικό φαντασιακό βρίσκεται πίσω από το πρόβλημα και όχι η δαιμονοποίηση κάθε φορά ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας. Ερώτηση 16η (για κληρικούς και όχι μόνο): Πως εξηγείται ο Ιησούς να λέει ότι ενώπιον μου δεν υπάρχουν άντρες ή γυναίκες, εθνικοί ή ιουδαίοι και σεις να μιλείτε για ευλογημένα και κατηρραμένα έθνη; Η απάντηση σ΄αυτό είναι πανομοιότυπη μ΄αυτήν του ερωτήματος υπ΄αριθμόν 5. Ερώτηση 17η : Ποιά χώρα της Ευρώπης, έχει αιώνες τώρα Οθωμανική διοίκηση; Η Ελλάδα. Η Οθωμανική διοίκηση στηρίχτηκε στους πυλώνες δύο εννοιών. Θα τις πω στα τούρκικα αλλά θα τις καταλάβουν όλοι οι Έλληνες: Μπαξίς και Ρουσφέτ. Οι υπήκοοι της Ελλάδος, είναι κοτζαμπάσηδες, κλέφτες και κατσαπλιάδες από τα ανώτερα μέχρι τα κατώτερα στρώματα (στατιστικά). Σημείωση:Ο γεωγραφικός χώρος που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα, τα τελευταία 1.700 χρόνια ανήκε στις διεφθαρμένες φεουδαρχικές αυτοκρατορίες της Ανατολής κι από το 1828 στις εξ΄ίσου διεφθαρμένες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της Δύσης. Ερώτηση 18η : Γιατί οι Κρητικοί παίζουνε μπαλωθιές; Για να ξεσκάσουν από την πίεση που τους ασκούν οι Κρητικές! Η κρητική κοινωνία είναι από τις τελευταίες μητρογραμμικές κοινωνίας της Ευρώπης. Εννοείται, φυσικά, ότι είμαι υπέρ της διαχείρισης των αγαθών της κοινότητας(από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη), από τις γυναίκες. Νομίζω ότι λόγω βιολογικής και κοινωνικής διαφοροποίησης, έχουν ευρύτερη και καθολική αντίληψη των πραγμάτων, της ταξινόμησης και κατανομής τους και είναι πιο κοντά στο συναίσθημα και στο ένστικτο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι η κατανόηση, η δεκτικότητα και η έντονη διαίσθηση. Μην τις συγχέει, παρακαλώ, κανείς, με τις γυναίκες πολιτικούς , που διαμορφώνονται σ' ένα κλίμα ανταγωνισμού των πατριαρχικών δυτικών κοινωνιών, και ουσιαστικά είναι αντρικά κακέκτυπα. Ερώτηση 19η : Τελικά, που εδράζεται το πολιτικόν; Μα φυσικά στο κοινωνικό φαντασιακό. Στην κλασσική αρχαιότητα, τα κοινωνικά προτάγματα ήταν η "τιμή", η "ανδρεία" και το "κάλος". Σήμερα η κοινωνική μονάδα νοηματοδοτείται από τα προτάγματα της "συσσώρευσης" και της "παραγωγής", με καταστροφικά, όπως βλέπουμε, αποτελέσματα. Χρειαζόμαστε επειγόντως, ριζική κοινωνική αναπλαισίωση και επανανοηματοδότηση της ατομικής οντότητας με άλλα σύγχρονα προτάγματα, όπως "γοητεία" και "δημιουργία". Μόνο το γοητευμένο υποκείμενο αλλάζει (γοητεία= γητιά=θεραπεία). Κι ο καθρέφτης της αλλαγής του υποκειμένου είναι η δημιουργία του. Και αν η αλλαγή είναι η βάση της ζωής (αεικίνητο σύμπαν) της βιοποικιλότητας και του πολιτισμού, καταλαβαίνουμε το ρόλο της γοητείας, από το ζωϊκό και φυτικό βασίλειο, μέχρι τη διαπίστωση, πως, διαμορφωθήκαμε, αποκλειστικά, από ό,τι και όποιον μας γοήτευσε. Σήμερα, περιγράφομε τον κόσμο με Καταστάσεις χώρου και χρόνου (x,t). Αν αρχίσομε να τον κατανοούμε και να τον περιγράφομε με Αλλαγές Καταστάσεων (p,E) -φασικός χώρος-, ίσως αποτελέσει Μεταβολή Φάσης της ανθρώπινης ιστορίας και συνειδητότητας. Ερώτηση 20η : Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει δρόμος; Δρόμος δεν υπάρχει. Το δρόμο τον ανοίγεις περπατώντας. Ο μεταβιομηχανικός άνθρωπος ψάχνει να βρει το νέο Θεό μέσα του. Οι παλιοί θεοί και οι παλιοί θεσμοί, έχουν σαπίσει. Είναι αβάσταχτο πια να σέρνει τα κουφάρια τους. Η επανανοηματοδότηση της ζωής είναι η πιο επιτακτική ανάγκη. Αυτές οι σημασιακές αλλαγές, είναι συχνές στην πορεία της ιστορίας, και παρατηρούνται μετά από λοιμούς, γενικευμένες περιβαλλοντικές καταστροφές, ή ευρείας έκτασης πολέμους. Αυτό θα 'θελα να ξορκίζαμε. Καλώ τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ελλάδα, να κάνομε από κοινού ένα κοινωνικό-πολιτικό-ηθικό-αισθητικό πείραμα. (Το εν λόγο πείραμα, μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε, βέβαια, διακρατικό, υποκρατικό ή υπερκρατικό σύνολο). Η Ελλάδα είναι μια πανσπερμία φυλών (όπως τα περισσότερα κράτη), που όμως, μιλούν -τσάτρα πάτρα- την νεοελληνική, που συγγενεύει με την ελληνιστική και που με τη σειρά της συγγενεύει με την αρχαιοελληνική. Ταυτόχρονα ζούμε στα μέρη στα οποία πριν 2.500 χρόνια ξεπήδησε το σπερματικό φως της Άμεσης Δημοκρατίας από την ανάγκη του ανθρώπου να ορίζει τη μοίρα του. Οι έλληνες (ή ένα οποιοδήποτε άλλο σύνολο), για να αποκτήσομε τα χαρακτηριστικά του πραγματικού συνόλου, πρέπει να βρουμε ένα σημαίνον χαρακτηριστικό αυτοαναφοράς και συλλογικής ύπαρξης. Αυτό επιτυγχάνεται όταν πάρουμε ένα φαινομενικά παράλογο Ρίσκο. Πρέπει να κάμομε μια παληκαριά ενηλικίωσης. Απ΄αυτήν θα προκύψει ένα καινούργιο Αφήγημα. Το ρίσκο πρέπει να ναι σοκαριστικό, πρωτότυπο, καθοριστικό, παράτολμο, να εξάπτει την περιέργεια και να γοητεύει ακόμα και τους πιο δύσπιστους. Να χρειάζεται οργιώδη φαντασία και χαρούμενη, αταλάντευτη αυτοπειθαρχία. Αυτό, δεν μπορεί να είναι μία πράξη αντίδρασης σε κάτι, γιατί μια πράξη αντίδρασης σε κάτι, θα οδηγήσει σε ένα βαλς με αυτό που πολεμάς, με αποτέλεσμα να γίνεις το ίδιο με αυτό (η άλλη όψη του νομίσματος που ετεροκαθορίζεται ες αεί). Προτείνω λοιπόν να τολμήσουμε καταστάσεις Άμεσης Δημοκρατίας κι έτσι θα σχετιστούμε επιτέλους με το αρχαίο παρελθόν, που τόσο πολύ διαφημίζομε. Αυτό γίνεται με τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής πολιτικής οντότητας που θα αποτελείται από (τοπικές, συντεχνιακές, ομοτεχνικές, κ.α.) κοινότητες, αυτόνομες, αυτοοργανωμένες, αυτοθεσμιζόμενες, με ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. (Δεν έχω κανένα ιδεολογικό δογματισμό. Μπορώ να ακολουθήσω-και μ' αρέσει ν' ακολουθώ, οποιονδήποτε με εμπνεύσει. Μ΄αρέσει να συνθέτω τις ιδέες μου με τις ιδέες των άλλων, ή ακόμα και να τις απορρίπτω παντελώς άν πεισθώ γι΄αυτό). Θα μου πείτε ότι χρειάζονται πολλές γενιές καλά εκπαιδευμένων πολιτών. Ίσως όχι. Η ιστορία δεν εξελίσεται γραμμικά κι η πορεία της είναι τρελή κι αφάνταστη. Ίσως, τώρα που μιλούμε, μέσα στη δίνη των καιρών, να υπάρχει μια "κρίσιμη μάζα" ανθρώπων, που θα πυροδοτήσουν μια αλυσιδωτή "πυρηνική" αντίδραση. Ένα πρώτο, άμεσο μέτρο που θα πρότεινα, θα ήταν η ισότητα μισθών και εισοδημάτων. Θα μου πει κανείς, αυτό το πράγμα δεν είναι δίκαιο. Όμως, κοιτάξτε ποια είναι η διαφορά: " α) πρέπει να αποσυνδέσομε την προσφορά από τη χρηματική της αποτίμηση και " β) τότε, θα προσπαθήσει η κοινότητα, να εκπαιδεύσει και να αξιοποιήσει όλα της τα μέλη, ώστε μέσα σε μια γενιά, να δικαιολογηθεί αυτό το μέτρο. Γιατί καθένας είναι απαραίτητος, μοναδικός και αναντικατάστατος, με ειδικές ανάγκες και ειδικές δεξιότητες. Απλά για να αναδειχθούν χρειάζεται η ειδική παιδεία που προανάφερα. Δηλαδή θα προπληρώσουμε την αλλαγή. Η φύση σου δίνει, όχι ότι πληρώσεις, αλλά ότι προπληρώσεις. Αυτό κάνει ένας γεωργός, ένας επιστήμονας,ένας καλλιτέχνης: Προπληρώνει με κόπο και χρήμα, το πάντα αμφιβόλου καταλήξεως πείραμα του. Η ισότητα μισθών και εισοδημάτων είναι μια πράξη μέλλοντος και όχι παρόντος. Το παρόν που έγραψα, είναι ήδη πράξη παρελθόντος. Φανταστείτε μιαν άλλη Ελλάδα, με επαναστατική χωροταξία και ηθική, με ισόρροπη πληθυσμιακή κατανομή, με ήπιες και συμβατές με το περιβάλλον πηγές ενέργειας, με αποκλειστικά βιοκαλλιέργειες, με μηδέν εγκληματικότητα και καταστολή(αφού καθένας, όπου κι αν βρεθεί, ότι κι αν κάνει θα έχει αξιοπρεπή, στέγη, τροφή, υγεία και παιδεία), με τα ξενοδοχεία - όσα γλιτώσουν (βλ.τέλος 3ης απαντήσεως)- να έχουν μετατραπεί σε σχολές και εργαστήρια όλων των ειδών, όπου θα συναντιούνται δάσκαλοι και μαθητές από τις τρεις ηπείρους που συνορεύομε και θα απολαμβάνουν τη συμμαθητεία,τον ήλιο, τα βουνά, τη θάλασσα και της χαρά της απλής παρέας και συναναστροφής. Το πείραμα θα ασκήσει τόση γοητεία, πλανητικά, που θα συρρεύσουν τα καλύτερα και πιο κενοτόμα μυαλά της παγκόσμιας πνευματικής και καλλιτεχνικής κοινότητας. Αυτή η χώρα, δε θα είχε ανάγκη κανενός είδους όπλο ή σώματος για τη φύλαξη της. Ακριβώς γιατί δεν μπορεί κανείς να επιτεθεί στο γοητευτικό. Γιατί το αληθινά γοητευτικό είναι μεταφυσικό σημάδι της οικουμενικής αλλαγής μας. Για αρχή, μπορεί κανείς να προτείνει πολλά όπως: " α) επικοινωνία με τους συγγενείς μας (αυτοί δεν είναι απαραίτητα οι εξ΄αίματος, αλλά αυτοί που έχουν όμμορες ιδέες, ήθος και αισθητική και είναι έτοιμοι να πάρομε μαζί το ρίσκο της αλλαγής). Όμορφο είναι να υπάρχουν αντιθέσεις, αλλά να συνθέτονται. " β) καταγραφή των ειδικοτήτων τους και πού μπορούν να προσφέρουν. " γ) κοινή διαχείρηση των αγαθών( αγροτικά προ'ι'όντα, υπηρεσίες, πνευματικά και καλλιτεχνικά έργα κ.α.). " δ) αιρετά συμβούλια κοινοτήτων( η πυραμιδωτή εξουσία δίνει τη θέση της στην οριζόντια ευθύνη). " ε) κλιμάκια που θα δημιουργούν εμπνευσμένα γεγονότα και άλλα που θα μιλήσουν τη γλώσσα της καρδιάς και θα συναλλαχθούν με τους ανθρώπους, πόρτα-πόρτα σε πολιτείες και χωριά. " στ) χρονοτράπεζες. " ζ) εναλλακτικά νομίσματα. " η) κέντρα ανταλλακτικής οικονομίας. " θ) τοποφαγική γεωργία της εγγύτητας " ι) αλληλομαθητεία και αλληλοεκπαίδευση " κ) αιρετά συμβούλια που θα αναλάβουν τομείς όπως η παιδεία, το περιβάλλον κ.λ.π., που αλληλέγγυα, θα σκύβουν στα προβλήματα ανθρώπων και συνόλων και θα δείχνουν ευφάνταστους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης. Μ΄αυτόν τον τρόπο θα ερημώσουν οι παλιοί δρόμοι του κέρδους και της υποτέλειας, αφού ο καινούργιος θα έχει την ομορφιά του οράματος,της προσωπικής σχέσης και του λόγου τιμής. Ζούμε σε μια εποχή ταραγμένων καιρών και παγκοσμιοποιημένης πληροφορίες. Για ότι γίνεται, κανείς δε μπορεί πια να δηλώσει άγνοια. Όλοι αλληλεπιδρούμε με κάποιο τρόπο. Η τύχη μας είναι κοινή. Όσοι άνθρωποι αλληλεπιδρούν έχουν κοινή τύχη. Η παγκόσμια κρίση είναι μια μοναδική ευκαιρία για μας, να ζήσομε τις αλλαγές που ονειρεύτηκαν γενιές και γενιές ανθρώπων. Αρκεί να τολμήσομε. Όταν φυσά δυνατός αέρας, άλλοι κρύβονται κι άλλοι χτίζουν ανεμόμυλους. Δεν έχει σημασία αν τα καταφέρομε. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλοι θα προτιμούσαμε μια ποιητική αυτοκαταστροφή από το γήρας της επανάληψης. Εξ΄άλλου το μόνο που αφήνεις σ΄αυτόν τον κόσμο, είναι αυτό που έχεις χαρίσει. Και το μόνο πράγμα που μπορείς να χαρίσεις στις επόμενες γενιές, είναι μια Συγκινητική Αφήγηση.-"

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ντοκουμέντα της αλλαγής

Στην αρχή της χρονιάς (στα μέσα του Γενάρη) έγινε η πρώτη ΓΣ της οικοκοινότητας «Ανεμούρι». Σ’ αυτήν, με ομοφωνία και ενθουσιασμό, πάρθηκε η απόφαση να φτιάξουμε με συμμετοχή όλων των μελών μία κινητή έκθεση Ήπιας Τεχνολογίας την οποία θα παρουσιάσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Η μεγάλη στιγμή δεν άργησε πολύ. Το Εναλλακτικό Πολιτιστικό Εργαστήρι ανακοίνωσε έγκαιρα το 3ο του φεστιβάλ στην πάνω πλατεία 24-25 και 26 Μαϊου. Η συμμετοχή μας σ’ αυτό ήταν μεγάλη χαρά. Κάναμε τα αδύνατα δυνατά και συμμετείχαμε και τις τρείς μέρες. Πολύ μεγάλο το ενδιαφέρον για όλα μας τα εκθέματα. Η ανταλλαγές δ/νσεων έδιναν κι έπαιρναν. Γνωρίσαμε πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα με τα οποία θα μπορούμε στο μέλλον να συνεργαστούμε σε πολλά επίπεδα. Γενικώς το φεστιβάλ του ΕΠΕ είχε σαφώς μεγαλύτερη επιτυχία από ποτέ. Αποτελεί κορυφαία εκδήλωση του Εναλλακτικού Αντισυστημικού, Αντικαπιταλιστικού Κοινωνικού Κινήματος στο νησί μας και παρά τις ολοφάνερες προσπάθειες προσέγγισης και πλαγιοκόπησης από γνωστά κατεστημένα κέντρα που προσπαθούν εν όψει εκλογών να το ελέγξουν, δεν αλλοιώθηκε στο ελάχιστο ο χαρακτήρας του. Όσο κι αν τα ΜΜΕ και οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις αρνούνται την ύπαρξή του και κάνουν πως δεν το βλέπουν, το μεγαλύτερο κίνημα στη χώρα μας και παγκόσμια είναι εδώ δίπλα μας την κάθε στιγμή για να απαντήσει ρεαλιστικά στις ουσιαστικές μας ανάγκες για μία αληθέστερη, ηθικότερη και αξιοπρεπέστερη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος. Οι φωτογραφίες ντοκουμέντα από την επιτυχημένη συμμετοχή μας σ’ αυτό είναι ό,τι προλάβαμε να αποτυπώσουμε ανάμεσα στα ελάχιστα διαλείμματα που μας άφηναν οι ατέλειωτες ερωτήσεις των επισκεπτών της έκθεσής μας. Και του χρόνου να είμαστε καλά κι ακόμα καλύτερα. 27-Μαίου-2012 Γιώργος Σ. Βλάσσης


Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΕΠΕΙΔΗ Η ΛΑΣΠΗ ΚΑΙ Η ΚΑΚΟΗΘΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥΣ

Στην χτεσινή συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Κερκυραίων καταγγέλθηκε επισήμως και μοιράσθηκε ανάλογο κείμενο στους παρευρισκόμενους σύμφωνα με το οποίο ένα μυστηριώδες ελικόπτερο προερχόμενο εξ Αθηνών με τέσσερις επιβάτες πέταξε σε χαμηλό ύψος πάνω από τον Ερημίτη στις 13 Οκτωβρίου.
Ο Αναγνώστης ,θα γνωρίζει φαντάζομαι , ότι ο ερημίτης είναι ένας βιότοπος στην βορειοανατολική πλευρά του νησιού που είναι πρώτος στην λίστα των προς «αξιοποίηση» εκτάσεων του δημοσίου.
Για να μην δημιουργούνται εντυπώσεις και να αφήνονται υπονοούμενα εναντίον του δημάρχου μας παραθέτουμε σήμερα τα γεγονότα λεπτό προς λεπτό.
Στις 10 Οκτωβρίου ο Δήμαρχός μας πήγε στην Αθήνα για να δει έναν φίλο του (που ήταν στο κρεβάτι).
Στις 13 Οκτωβρίου το πρωί κατεβαίνει στο μοναστηράκι να φάει ένα κεμπάπ στου «Θανάση».
Εκεί συναντάει τυχαία έναν παλιό του φίλο που έχει εκατό καράβια υπό ξένη σημαία.
Τον κερνάει μια μπύρα και του λέει ότι το μεσημέρι θα γυρίσει στην Κέρκυρα.
Ο εφοπλιστής μην έχοντας πώς να σκοτώσει την ώρα του προτείνει να τον πάει αυτός με το ελικόπτερό του.
Περιμένοντας στην εξέδρα του μετρό συναντούν έναν διευθύνοντα σύμβουλο γνωστής μεγάλης εταιρίας που έτρωγε την τυροπιτά του.
Δεν είχε που να πάει και τους ακολούθησε.
Στην «Δουκίσσης Πλακεντίας» μπαίνει στο βαγόνι ένα πρόσωπο κλειδί στην προμήθεια από την SIEMENS των πανάκριβων (C4I) συστημάτων ασφαλείας των ολυμπιακών αγώνων.
Τον παίρνουν μαζί τους γιατί είναι μούσκεμα από την βροχή , μόλις χώρισε και η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι.
Μπαίνουν όλοι στο ελικόπτερο και πριν προσγειωθούν στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας (12.22 τοπική ώρα) ο Δήμαρχος τους ζητάει να πάνε στον ερημίτη για να τραβήξει μερικές φωτογραφίες.
Το άλλο μήνα θα πάει σε μια διεθνή έκθεση όπου θα γίνει και η τουριστική προβολή της Κέρκυρας και χρειάζεται φωτογραφικό υλικό από τις ομορφιές του νησιού.
Συμφωνούν βαριεστημένα παρόλο που ο μουσκεμένος και χωρισμένος κοντεύει να πουντιάσει.
Πάνω από τον ερημίτη ο Δήμαρχος βγάζει μερικές φωτογραφίες με το κινητό του και επιστρέφουν στο Αεροδρόμιο.
Αυτή η ανθρώπινη ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον κάθε ευαίσθητο δήμαρχο μετατράπηκε σε μια σκοτεινή υπόθεση λάσπης και συκοφαντίας .
ΝΤΡΟΠΗ!

Σταμάτης Κυριάκης 11/03/2012

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Η πιθανότητα της Φαουστίνας Μερσέντες

(ή γιατί η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική)


Του Θανάση Τριαρίδη




1. Το περιστατικό είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα κρισιμότερα διανοητικά όρια της Ιστορίας (: της κανοναρχημένης μνήμης που συμφωνήσαμε να λογαριάζουμε για Ιστορία) – και καθώς αποτυπώθηκε και στην ταινία Γκάντι (1982) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο είναι πλέον αρκετά γνωστό. Στα 1947, κι ενώ η Μεγάλη Βρετανία έχει αποσυρθεί από την κυριαρχία της στην Ινδία, στην αχανή χώρα έχει ξεσπάσει ο σπαρακτικός εμφύλιος ινδουιστών και μουσουλμάνων. Και οι δύο θρησκευτικές κοινότητες (έχοντας δομήσει την ύπαρξή τους στο θεμελιακό μίσος, την εξαγγελία του φόνου και τη μισαλλοδοξία που κάθε θρησκεία αναγγέλλει για τους πιστούς της) προχωρούν σε γενικευμένες σφαγές αμάχων με στόχο την αμφίπλευρη θρησκειοκάθαρση της Ινδίας (που εντέλει δικαιώθηκε καθώς κατέληξε στη δημιουργία δύο «καθαρών θρησκευτικά» κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν). Ο άνθρωπος που για δεκαετίες πρωτοστάτησε στον αγώνα της ανεξαρτησίας παραμένοντας ανυποχώρητος στο δόγμα τής μη βίαιης ανυπακοής και κάνοντας όλο τον κόσμο να στρέψει την προσοχή του στην Ινδία, ο Μαχάτμα Γκάντι, απελπισμένος, κηρύσσει στις 12 Ιανουαρίου του 1948 μια ακόμη μέχρι θανάτου απεργία πείνας ζητώντας να σταματήσει ο εμφύλιος. Ενώ η αποχή του από την τροφή διαρκεί και ο Γκάντι είναι κατάκοιτος, τον επισκέπτεται ένας ινδουιστής και του ζητάει κάτι σαν εξομολόγηση. «Οι μουσουλμάνοι σκότωσαν την οικογένειά μου, τα τρία παιδιά μου», του λέει κλαίγοντας. «Πήγα κι εγώ σε ένα μουσουλμανικό σπίτι και σκότωσα κι εγώ τρία παιδιά· έλιωσα το κεφάλι τους στον τοίχο». Ο (επίσης πιστός ινδουιστής) Γκάντι τού απαντάει ψιθυρίζοντας με δυσκολία: «Έχω για σένα μια διέξοδο: θα βρεις τρία παιδιά που σκοτώθηκαν οι γονείς τους και θα τα αγαπήσεις σα να ’ναι δικά σου. Και κάτι ακόμη: θα είναι παιδιά μουσουλμάνων και θα τα μεγαλώσεις ως μουσουλμάνους.»



Σκέφτομαι τούτη την πρόταση – ουσιαστικά τη στάση ζωής τού Γκάντι (την οποία, ως γνωστόν, πλήρωσε με τη ζωή του λίγες μέρες αργότερα). Άραγε όταν κανείς λιώνει κεφάλια παιδιών στον τοίχο, ποιο περιθώριο μπορεί να έχει για ζωή – και για τι είδους ζωή; Πώς μπορεί να μεγαλώσει τα παιδιά του άλλου σα να ήταν ο ίδιος άλλος; Κι αν ο κόσμος είναι ανυπόφορος και ακατανόητος, σε ποιον απομένει να μεγαλώσει τα ορφανά παιδιά της Ινδίας τού (άραγε πόσο μακρινού) 1948; Ποια είναι εντέλει εκείνα τα παιδιά; Ποιοι είμαστε εμείς;



Σε πείσμα της Ιστορίας (και της ομοιοκαταληξίας που καμώνεται την Ιστορία) ο Γκάντι επιμένει: Εμείς είμαστε αυτοί που μπορούμε να αλλάζουμε – και, ναι, ακόμη και κάποιος που έχει λιώσει κεφάλια μωρών στον τοίχο έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί τη βία, τον θάνατο, το στρατόπεδο που ο ίδιος εγκατέστησε μέσα και γύρω από την ύπαρξή του. Σύμφωνα με τη συλλογιστική του Ινδού ανθρωπιστή, όσο υπάρχουμε (: όσο ζούμε) έχουμε κάτι βαθύ ολόδικό μας που παραμένει πάντοτε στα χέρια μας: την πιθανότητα μιας απόφασης, με την οποία τα παιδιά του άλλου μπορούν να γίνουν δικά σου – εφόσον ο άλλος μπορεί να ζήσει μέσα σου. Ένας εβδομηνταεννιάχρονος γέροντας, σχεδόν ανήμπορος καν να μιλήσει, προσπαθεί να απαντήσει στον θάνατο που απλώνει, στον αλληλοτροφοδοτούμενο φόνο, στον κλιμακούμενο όλεθρο της διαλεκτικής – ουσιαστικά, με μόνο του όπλο την ίδια του τη ματαιότητα, αντιπροτείνει τη μικρή, δύσκολη, υπονομευμένη έως ανυπόφορη ζωή κόντρα στην αιώνια εξουσία της βίας. Κάποιος μπορεί να ονομάσει τούτη τη στάση ανιστορική – κάποιος άλλος μπορεί να τη λογαριάσει ως «λυρικό δεκανίκι της εξουσίας». Για μένα, για τη δική μου οπτική, είναι μια σπάνια ανθρώπινη κορυφή: μας υπενθυμίζει πως εντέλει υπάρχει κρατημένο μέσα μας ένα κομμάτι της ζωής που μπορεί να φτάσει μακρύτερα από τη βία.



Μιλούμε γι’ αυτό το κομμάτι ζωής – γι’ αυτή την ανθρώπινη πιθανότητα.





2. Η αλήθεια είναι πως η Ιστορία με τους απαίσιους νόμους της διδάσκει τη βία – τη μοιράζει στους σκυμμένους πιστούς της όπως ο παπάς το αντίδωρο στην εκκλησία. Οι άνθρωποι είναι ίσοι μα δεν ζούνε ως ίσοι (και η ανισότητα είναι φυσικά βία), η φύση βιάζεται (και ο βιασμός της φύσης είναι προφανής βία), το ένα τρίτο του πληθυσμού της γης πεινάει (και σαφώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από την πείνα), το 0,01% του πληθυσμού της γης κατέχει το 70% του παγκόσμιου πλούτου (και η φτώχεια των πολλών είναι καθολική βία), οι λογής εθνικοθρησκευτικοί πόλεμοι μαίνονται, οι απελπισμένοι μετανάστες οδηγούνται στο χαμό ή σε μια αβίωτη σκλαβιά. Οι άνθρωποι από αιώνες γυρεύουν απαντήσεις για την ανισότητα και για τη δυστυχία: πολλές από αυτές τις απαντήσεις μέσα στην ιστορία δομήθηκαν πάνω στη βία. Ωστόσο, η ίδια η ιστορία απέδειξε πως καμιά αντιπρόταση που δομήθηκε πάνω στη βία δεν οδήγησε σε οποιαδήποτε κοινωνική/δικαιωματική κατάκτηση ή πολιτική χειραφέτηση – ίσα-ίσα προσέφερε πρώτης τάξεως άλλοθι στην εξουσία, στην κλιμακούμενη αυθαιρεσία της και τους λογής ολοκληρωτισμούς της. Αυτό δεν είναι τυχαίο: κάθε πολιτική βία (και κάθε πολιτική επίκληση της βίας) είναι μονάχα εξουσία – και όσοι δηλώνουν «αντιεξουσιαστές» ομνύοντας στη βία είναι μοναχά φύλακες του στρατοπέδου, του δικού τους και των άλλων. Η μόνη αληθινή αντι-εξουσία είναι η ίδια η ζωή: ο αγώνας για τη ζωή διά της ζωής, ο αγώνας για αλληλεγγύη, ανθρώπινα δικαιώματα και δημιουργία, ο σεβασμός της ζωής δίχως εκπτώσεις, διαλεκτικές ζυγαριές, αξιώματα λογής -ισμών και το απαίσιο επιχείρημα πως υπάρχει ένας σκοπός που αγιάζει τα μέσα, εκείνο το ανυπόφορο Τιεν-αν-μεν-αλλά…



Για τη δική μου οπτική, η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, όποια φενακισμένη ηθική τάξη (εθνική, θρησκευτική, φυλετική, πολιτική, κρατική, επαναστατική) και αν υπηρετεί, όποιον απάνθρωπο ύμνο κι αν τραγουδά, όποια απάνθρωπη σημαία κι αν ανεμίζει στο φλάμπουρό της (γιατί κάθε σημαία και κάθε ύμνος είναι ομολογίες απανθρωπιάς). Κάθε πολιτική πρόταση που θεωρεί τη βία αναγκαίο κακό προβλέπει για τους υποστηριχτές της την πειθαναγκαστική υποταγή στην κτηνωδία – και η λεγόμενη «αντιβία» πάντοτε υπηρέτησε και ενίσχυσε την πρωτεύουσα βία που υποτίθεται πως αντιμαχόταν. Καμιά αληθινά αντισυστημική αντιπρόταση δεν μπορεί να στηρίζεται στη βία, διότι κάθε πολιτική βία είναι μια βαθύτατη συστημική επιβεβαίωση. Ελευθερία εν τρόμω και εν φόνω δεν υφίσταται. Ούτε υπάρχουν »καλοί» και «κακοί» νεκροί: το αίμα είναι πάντοτε κηλίδα και ποτέ λεκές.



Διάφοροι, συνήθως προγραμματικά αγράμματοι, θεωρούν τη μη βία «ανιστορικό» πρόταγμα. Σύμφωνα με τη συλλογιστική τους, εξίσου «ανιστορικό» είναι και το πρόταγμα της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, ο Ερρίκος Ντινάν, ο Λέων Τολστόι, ο Μαχάτμα Γκάντι, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, η Σόφι Σολ, ο Πρίμο Λέβι, η Ζερμέν Τιγιόν, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Τζον Λένον, η Ρέιτσελ Κόρι, ο Χραντ Ντικ, οι αντιρρησίες συνείδησης, οι εθελοντές των ανθρωπιστικών οργανώσεων και χιλιάδες άλλοι μάς δίνουν με τη σκέψη τους και με τη ζωή τους μια σαφή αντιπρόταση στην αλληλοτροφοδοτούμενη κτηνωδία της βίας. Ο κόσμος, σε πείσμα των ομοιοκατάληκτων στίχων που μάθαμε να παπαγαλίζουμε, δεν προχωρεί πάντα με φωτιά και με μαχαίρι – προχωράει με την παιδεία, την επιστήμη, τη δημιουργία, την τέχνη, την κοινωνική συμμετοχή και αλληλεγγύη, τον έρωτα… Ο Ρουσό, ο Μότσαρτ, ο Βαν Γκογκ, ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ ή ο Γεώργιος Παπανικολάου πάλεψαν για την ανθρωπότητα πολύ περισσότερο από τους λογής μεγαλοφονιάδες που θεώρησαν πως έχουν το δικαίωμα να «ελευθερώσουν» σκοτώνοντας και σφάζοντας. Και ο ήλιος για να γυρίσει δεν θέλει «νεκροί χιλιάδες να είναι στους τροχούς», μήτε «οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους». Κάποτε έρχεται η ώρα που μπορούμε να πούμε το αυτονόητο: πως ο ήλιος γυρίζει από μόνος του – και πως όλα τα υπόλοιπα είναι άλλοτε κούφια ταρατατζούμ εθνικών ποιητών κι άλλοτε λάβαρα εν δυνάμει φονιάδων.





3. Πολλοί βλέπουν αυτή τη συνολική άρνηση της πολιτικής βίας με σκεπτικισμό: αντιπαραθέτουν το επιχείρημα πως η πορεία του ανθρώπου μέσα στο χρόνο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βία (κάθε είδους βία), πως είναι κυριολεκτικά συνυφασμένη μαζί της. «Εφόσον η βία», λένε, «είναι μια πυρηνική ανθρώπινη συμπεριφορά που όρισε τον ανθρώπινο πολιτισμό, είναι δυνατόν να υπάρξει ζωή και Ιστορία δίχως αυτήν; Μήπως το αίτημα για εξάλειψη της βίας δεν είναι παρά ένας διανοητικός γλωσσοδέτης που δεν μπορεί να βγάλει πουθενά;» Απαντώ: προφανώς η σύνδεση της ανθρώπινης κτηνωδίας με την Ιστορία είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα – μα από πότε κάτι που συνέβη είναι ηθικά δικαιωμένο επειδή συνέβη; Και το Ολοκαύτωμα συνέβη, και η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα συνέβη, και οι θρησκευτικοί πόλεμοι, και γενοκτονίες και σφαγές και κάθε είδους φρίκη συνέβησαν και συμβαίνουν – και, αλίμονο, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Για ποιο λόγο το γεγονός ότι κάτι συμβαίνει σημαίνει πως οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι καλώς συμβαίνει, ότι πρέπει να συνεχίσει να συμβαίνει, ότι οφείλουμε να ομνύουμε σε αυτό, ότι δεν μπορούμε να προσπαθούμε να αλλάξει; Η ιστορία (με μικρό γιώτα και όχι Ιστορία με κεφαλαίο) είναι η μνήμη του παρελθόντος – δεν είναι ευαγγέλιο, δεν είναι οδηγία χρήσης για το μέλλον: σύμφωνα με αυτήν τη φριχτά ανορθολογική (και ακραία ανιστόρητη) συλλογιστική, εφόσον υπήρξαν οι δούλοι, θα έπρεπε να υπάρχουν για πάντα· εφόσον οι γυναίκες θεωρούνταν υποχείρια (ή και πράγματα), θα έπρεπε να παραμείνουν τέτοια· εφόσον υπήρξε η Ιερά Εξέταση, θα έπρεπε οι άνθρωποι να καίγονται αιωνίως στις φλόγες της.



Συνακόλουθα, ναι, η πολιτική βία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία, όπως απόλυτα συνυφασμένες με την ιστορία είναι και η δουλεία, οι σχέσεις εκμετάλλευσης, ο θρησκευτικός φανατισμός, ο πόλεμος, η μειονεκτική θέση της γυναίκας, η φτώχεια, η πείνα και πολλά άλλα. Δεν είναι, άρα, ανθρώπινο στοίχημα (στοίχημα του ανθρώπινου πολιτισμού) να πάψουν η πείνα, η φτώχεια, η δουλεία, οι σχέσεις εκμετάλλευσης, να σταματήσουν οι πόλεμοι, να καμφθεί ο θρησκευτικός φανατισμός – άρα και το να απεμπλακούμε από τη διανοητική και υλική κτηνωδία της πολιτικής βίας; Το έχω γράψει κι άλλοτε (με αφορμή τη σφαγή-εθνοκάθαρση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821): η λογική της «σοφής Ιστορίας», που δικαιώνεται ηθικά μόνο και μόνο επειδή υπήρξε, είναι η λογική του τυφλού παραλόγου: και το Άουσβιτς υπήρξε, και η βόμβα στη Χιροσίμα επίσης, και ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, και οι πυραμίδες του Ταμερλάνου, και οι Σταυροφορίες και η Ιερά Εξέταση… Θα αποδεχτούμε την κανονικοποίηση της ανθρώπινης κτηνωδίας επειδή συνέβη; Και αν ναι, τότε ποιον λόγο έχουμε να μιλούμε για το όποιο ανθρώπινο διακύβευμα που βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής αγωνίας μας – εντέλει του ανθρώπινου πολιτισμού;



Επομένως, εφόσον αποφασίζουμε να συζητήσουμε για την πολιτική βία (και δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη μια τέτοια απόφαση), έχουμε να απαντήσουμε ένα αφετηριακό και απροσπέραστο ερώτημα (ο καθένας το απαντά για τον εαυτό του και ανάλογα με τον όποιο κώδικα πολιτικής ηθικής υιοθετεί): Υπάρχει κάποια μορφή πολιτικής βίας που είναι ηθικά αποδεκτή; Μπορούμε να διανοηθούμε κάποια μορφή πολιτικής βίας που ο σκοπός της μπορεί να ακυρώνει την απανθρωπιά της, τη στοχοθεσία της να σκλαβώσει τον άλλονε στην ισχύ και στον τρόμο της; Για τη συντριπτική πλειοψηφία η διαχρονική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η ακόλουθη: «Ναι, υπάρχει πολιτική βία που είναι (ή μπορεί να γίνει) αποδεκτή από μένα, αρκεί να υπηρετεί το Έθνος μου / τον Θεό μου / τη Φυλή μου / τον Πολιτικό Στόχο μου / το Κράτος μου / την Επανάστασή μου / τον Αγώνα μου / κάποιαν άλλη ηθική τάξη, σπουδαία και μοναδική…» Η προσωπική μου άποψη είναι πως η θέση αυτή, παρά τη μετριοπαθή της διατύπωση (επιγραμματικά λέγεται και «Τιεν-Αν-Μεν αλλά»), ουσιαστικά συνιστά μια καθολική αποδοχή της πολιτικής βίας, καθώς «η σπουδαία και μοναδική ηθική τάξη» είναι προφανώς διαφορετική για κάθε άνθρωπο: όταν είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε έστω και ένα φόνο, χάνουμε το ηθικό επιχείρημα να καταγγείλουμε οποιονδήποτε άλλο φόνο – γιατί ο κάθε φονιάς μπορεί να επικαλεστεί μια δική του «σπουδαία και μοναδική ηθική τάξη» την οποία υπηρετεί διά του φόνου. Έτσι, η μόνη δυνατότητα άρνησης της βίας είναι η καθολική άρνηση του δόγματος που βρίσκεται στον πυρήνα τής (φαινομενικά μερικής) αποδοχής της: καμία ηθική τάξη (ούτε η δική μου ούτε κανενός άλλου), όσο σπουδαία και μοναδική κι αν νιώθω πως είναι, δεν μπορεί να δικαιώσει ή έστω να δικαιολογήσει την πολιτική βία, το φόνο, τον τρόμο, την κτηνωδία – εντέλει: την ήττα μας.





4. Κάθε φορά που επαναλαμβάνω τη θέση μου πως η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, πέρα από την (μάλλον φιλοσοφικής διάστασης) ένσταση που περιγράφτηκε παραπάνω, προκύπτουν και δύο (συνήθως καλοπροαίρετα) κριτικά ερωτήματα που τρέφονται από τον ίδιο ομφάλιο λώρο – και τα οποία καταγράφω ευθύς αμέσως μαζί με έναν σύντομο δικό μου σχολιασμό (που φυσικά αποτυπώνει τη δική μου υποκειμενική οπτική). Το πρώτο από αυτά τα ερωτήματα, ενδεχομένως μεθοδολογικό, είναι το ακόλουθο: «Εφόσον ο φασισμός ως πολιτικό κίνημα γεννήθηκε μόλις τον 20ό αιώνα, δεν είναι ανιστόρητος αναχρονισμός να πεις “φασιστική” την πολιτική βία που υπάρχει από την πρώτη ώρα της ανθρώπινης Ιστορίας;» Το δεύτερο ερώτημα μοιάζει πρακτικό: «Ναι, η πολιτική βία είναι αποκρουστική – ωστόσο δεν είναι ορισμένες φορές απαραίτητη; Τι κάνεις με τους Ναζί, με τον Χίτλερ, με την Κου Κλουξ Κλαν ή τους Νότιους του Αμερικάνικου Εμφυλίου; Τι κάνεις με μια νεοναζιστική ομάδα που διακηρυγμένα σκοτώνει μετανάστες; Μήπως ο όρος “πάντοτε φασιστική” αυτοϋπονομεύεται;»



Απαντάω καταρχάς στο πρώτο ερώτημα – αυτό που αφορά τη χρήση του όρου: Ο φασισμός ως πολιτική πρακτική, πολιτικό πρόταγμα και πολιτική στάση φυσικά και δεν γεννήθηκε στον 20ό αιώνα – υπάρχει από την πρώτη ώρα της Ιστορίας, κυριαρχεί μέσα της και κανοναρχεί διαχρονικά την ανθρώπινη ηθική. Απλώς στον 20ό αιώνα ονομάστηκε φασισμός (και εκφράστηκε μέσα από το αντίστοιχο ομώνυμο ιταλικό πολιτικό κόμμα) ετούτη η πανάρχαια και εξακολουθητική συμπεριφορά κάθε εξουσίας: η στοχοθεσία τού να φτιάξουμε διά της βίας, του τρόμου και του παραδειγματικού φόνου έναν άνθρωπο (και δι’ αυτού μια ανθρωπότητα) ολοκληρωτικά υποταγμένον στον δικό μας ηθικοπολιτικό Κανόνα (και όποιον δεν συμμορφώνεται στον Κανόνα να τον ονομάζουμε ζωτικό εχθρό και να θεωρούμε πως το τέλος του είναι προϋπόθεση της ύπαρξής μας). Το να αρνούμαστε αυτή την πραγματικότητα και να επιμένουμε πως ο φασισμός είναι γέννημα του 20ού αιώνα είναι μια ψευτομεθοδολογική υποκρισία, ένα ανορθολογικό και οριακά αντιεπιστημονικό παιχνίδι με τις λέξεις που γεννάει τέρατα. Και η δουλεία ως όρος ανήκει στην ελληνική αρχαιότητα (και η λέξη σκλαβιά από όπου προκύπτει το αγγλικό slavery είναι γέννημα των χρόνων του Βυζαντίου) – μα αυτό τι σημαίνει, πως δεν υπήρχε δουλεία στην Αρχαία Αίγυπτο, στην Κίνα και στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, στους Μάγιας, στους Ίνκας, στους Αζτέκους ή όπου (παντού) αλλού;



Το δεύτερο ερώτημα είναι σαφώς πραγματικό – και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο. Πράγματι έρχονται στιγμές που η χρήση βίας δείχνει μονόδρομος – τα παραδείγματα μιας συμμορίας που σκοτώνει μετανάστες ή μιας θρησκευτικής σέκτας που δολοφονεί όσους κατανοεί για «απίστους» είναι χαρακτηριστικά. Μα το κρίσιμο και σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η βία να μην είναι πολιτική (να μην έχει κανένα ιδεολογικό/ερμηνευτικό πρόσημο), να μην ασκείται ποτέ κατά ιδεών και προθέσεων, αλλά κατά συντελούμενων πράξεων που συνιστούν ποινικά εγκλήματα – τα οποία προσπαθεί να αποτρέψει με τη μικρότερη δυνατή χρήση. Ουσιαστικά μιλούμε για μια κατάσταση σκληρών ορίων άμυνας που σε καμία περίπτωση δεν θα στρέφεται κατά των όποιων (αποκρουστικών για μένα, γοητευτικών για κάποιους άλλους) απόψεων (των ρατσιστών, των ναζιστών ή όποιων άλλων), απόψεων που είναι ιερές στο πλαίσιο της δημοκρατικής συνύπαρξης, αλλά ενάντια σε σαφείς εγκληματικές πράξεις που απειλούν τη ζωή και τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα… Αυτή η αποτρεπτική βία οφείλει να είναι πάντοτε η λιγότερη δυνατή και εκφράζεται μέσα από κοινωνικά θεσμισμένα και δημοκρατικά ελεγχόμενα όργανα (και τέτοιο θα έπρεπε να είναι η αστυνομία – και όχι ο προφανής βραχίονας της κρατικής καταστολής που είναι σήμερα) και σίγουρα όχι από αυτόκλητους σωτήρες που αυτοδικούν για τη δική τους υποκειμενική αλήθεια, διεκδικώντας να επιβάλουν τη δική τους σωτηρία ή τον δικό τους όλεθρο.



Αυτός είναι και ο λόγος που στο κείμενο αυτό (και σε όλα τα προηγούμενα αντίστοιχα) μιλάω για την πολιτική βία που είναι πάντοτε φασιστική – δηλαδή τη βία που έχει πολιτικό/ιδεολογικό κίνητρο και διαφορίζεται από τη βία ενός ληστή, ενός βιαστή ή ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου, και αντίστοιχα διαφορίζεται από την αστυνομική βία που προϋποθέτει η αποτροπή ποινικών εγκλημάτων. Κάποιες φορές στο επίπεδο των αιτίων είναι σαφώς δύσκολη (ενδεχομένως αδύνατη) η διάκριση ανάμεσα στα όρια της βίας (ένας ληστής μπορεί να πεινάει – και η πείνα είναι πολιτική βία), ωστόσο η κρίσιμη διαφορά είναι στο επίπεδο του κινήτρου: ο ληστής κλέβει για να ζήσει (ή για να πλουτίσει) – ο πολιτικός δολοφόνος ή ο συμμετέχων σε ένα τάγμα εφόδου δολοφονεί και τρομοκρατεί αντίστοιχα για να παραδειγματίσει, να φοβίσει και να εξουσιάσει διά του φόβου που σκόρπισε. Η διαφορά (το ανήθικο ιδιωτικό όφελος του εαυτού από τη μια σε αντιδιαστολή με τον ηθικοποιητικό τρόμο τού άλλου) είναι σαφής.



Φυσικά, θεωρώ αυτονόητο το να υπογραμμίσω πως στη δική μου οπτική και αυτή η αποτρεπτική μη πολιτική βία (ακόμη κι αν ασκηθεί με όλες τις δημοκρατικές προϋποθέσεις) εξακολουθεί να παραμένει μια ανθρώπινη ήττα και μια προσχώρηση στην κτηνωδία. Το ότι σε κάποιες περιπτώσεις μοιάζει υποχρεωτική ή απαραίτητη δεν σημαίνει πως είναι ηθικά αποδεκτή ή πως ο αγώνας ενάντια και σε αυτήν τη βία δεν είναι ένα τεράστιο στοίχημα για την ίδια μας την ανθρωπιά. Αλίμονο αν αποδεχτούμε την αποτρεπτική βία ως ηθικό Κανόνα, αλίμονο αν δεν αναζητήσουμε (έστω, στο στήθος των πιο βαθιών ονείρων μας) μια ανθρωπότητα που θα κοιτάζει πέρα από αυτήν. Αλλά ο αγώνας αυτός προφανώς δεν γίνεται με το λοστάρι, με το πιστόλι και τη βόμβα – γίνεται με καθολική ανθρώπινη αλληλεγγύη, με αλληλοσεβασμό και παιδεία…



Κι εδώ θα ήθελα να σημειώσω και κάτι ακόμη, καθώς βλέπω τα ιδιαίτερα (συχνά επιθετικά) αντανακλαστικά που προκαλεί ο όρος φασιστικός/-κή/-κό που χρησιμοποιώ για να χαρακτηρίσουμε στάσεις και πρακτικές της ζωής μας. Νομίζω πως δεν πρέπει να μας τρομάζουν οι λέξεις – ο φόβος των λέξεων είναι χαρακτηριστικό της θεολογίας. Είναι προτιμότερο να μας τρομάζει ο εαυτός μας, οι πράξεις μας και οι σιωπές μας. Όλοι (ή σχεδόν όλοι) υιοθετήσαμε στη ζωή μας φασίζουσες συμπεριφορές πολιτικής βίας, όλοι χαϊδευτήκαμε με τον διαρκώς αναφυόμενο φασισμό. Κι εγώ, φυσικά, έχω ασκήσει στη ζωή μου βία – επιπλέον υπηρέτησα ως δυνάμει δολοφόνος στη φασιστική κτηνωδία του ελληνικού στρατού. Το να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου για να καμωθώ τον άμεμπτο θα έδειχνε πως δεν έχω αντιληφθεί διόλου τη ματαιότητα του χρόνου μου… Ο φασισμός είναι κυρίαρχος στη ζωή μας και στην κουλτούρα μας – συχνά μοιάζει μονόδρομος: αρκεί να σκεφτούμε τους θεσμούς της οικογένειας και του σχολείου, την έννοια της παιδαγωγικής (η οποία από την ίδια της τη φύση είναι μια ανθρωποδιορθωτική διαδικασία διαμόρφωσης του άλλου), τη συναισθηματική βία και τους συναισθηματικούς εκβιασμούς, τη βία που ασυναίσθητα ή και ασυνείδητα ασκούμε έναντι της φύσης. Δεν έχουμε αρκετές και πειστικές απαντήσεις σε όλες αυτές τις εκφάνσεις τις βίας – αλλά τουλάχιστον μπορούμε να μιλούμε γι’ αυτές και για την απανθρωπιά που κουβαλάν, να τις αρνούμαστε ηθικά και πρακτικά όσο και όπως μπορούμε, να προσπαθούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς αυτές – εντέλει να σταθούμε κριτικά απέναντι στον εαυτό μας και να αντισταθούμε στο φασισμό που κουβαλάμε μέσα μας.





5. Η μη βίαιη πολιτική διεκδίκηση είναι, κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη πολιτική κατάκτηση της Δύσης και της ανθρωπότητας. Μετά από πολλούς αιώνες όπου οι άνθρωποι υπέτασσαν τους ανθρώπους στην άποψή τους διά του σιδήρου ή διά της πυράς, ήρθε η ώρα που (τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμικής πραγματικότητας) μπορούμε να διαμορφωνόμαστε διά της πειθούς (: της πειθούς με τα λόγια και με το έμπρακτο παράδειγμα) και όχι διά του φόβου – ουσιαστικά ήρθε η ώρα της δημοκρατίας. Μπορεί τούτη η δημοκρατία να διατρέχεται από χίλιες δυο στρεβλώσεις και θεμελιακές ανισότητες, μπορεί να υπάρχουν ισχυρότατοι εξουσιαστικοί μηχανισμοί κατασκευής πειθούς και συναίνεσης, ωστόσο η απάντηση σε όλα τούτα είναι ένας άλλος λόγος (λόγος πολιτικής ανυπακοής, δικαιωματικής αντίστασης, κοινωνικής αλληλεγγύης και έμπρακτης ανθρωπιάς) και όχι η καταφυγή στο νόμο εκείνου που έχει τον μεγαλύτερο πύραυλο, την ισχυρότερη βόμβα, το καλύτερο κανόνι, το πιο επιδέξιο τσεκούρι. Τα πολλά παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω μάς δείχνουν πως άνθρωποι με μοναδικό όπλο το τρεμάμενο σώμα τους και την παλλόμενη καρδιά τους μπόρεσαν να αντισταθούν και να λυγίσουν τις πιο θηριώδεις ολοκληρωτικές τυραννίες των καιρών τους, δίχως να πειράξουν μήτε μια ανθρώπινη τρίχα, δίχως να τρομοκρατήσουν μήτε κουνούπι… Και τούτοι οι άνθρωποι, αγαπώντας και όχι μισώντας, κέρδισαν σημαντικά στοιχήματα ελευθερίας για λογαριασμό όλων μας…



Αντίθετα, όλες οι πολιτικές επαναστάσεις (δηλαδή τα βίαια πραξικοπήματα σεχταρισμένων μειονοτήτων που διαχρονικά έγιναν στο όνομα του «Λαού» και του «Ανθρώπου») είχαν ένα κύριο χαρακτηριστικό τους: την απανθρωπιά και τη σταδιακή προσχώρηση στην κτηνωδία. Έτσι, λογής μεγαλοφονιάδες (από τον Ροβεσπιέρο μέχρι τον Πολ Ποτ) εκμεταλλεύτηκαν μια λέξη με γοητευτικό θάμπος (: Επανάσταση) για να γίνουν εξουσιαστές στη θέση εξουσιαστών, να σφαγιάσουν σώματα και να αφανίσουν ανθρώπους, να σπείρουν τον τρόμο και την απελπισία, να στοιβιάξουν ντούμπες με πτώματα ονοματίζοντάς τες «προϋπόθεση της αγάπης» ή «παράπλευρες απώλειες» ή «αναγκαιότητα», να υπονομεύσουν καταστροφικά τα ζωτικά ανθρώπινα δικαιώματα και όχι να τα αναδείξουν όπως ισχυρίζονται παβλοφικά οι υποστηρικτές τους. Οι θιασώτες του επαναστατικού φαντασιακού λησμονούν με πρόθεση (δεν μπορεί να υπάρχει τόση βλακεία) πως όλα τα επαναστατικά καθεστώτα ήσαν τυραννικοί ολοκληρωτισμοί που καταργούσαν διαμιάς τα ανθρώπινα δικαιώματα, κήρυσσαν εκτός «νόμου» κάθε μορφή εκλογών, κατέπνιγαν διά του φόνου κάθε αντίθετη φωνή και απαγόρευαν ακόμη και την κυκλοφορία των ανθρώπων στους δρόμους. Οι ίδιοι άνθρωποι, με την ανάλογη χαριτωμένη ρητορική του παραλόγου, επίσης ξεχνούνε πως η εργατική νομοθεσία, η κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα της σύνταξης, η ισότητα ανδρών και γυναικών, η ανεξιθρησκία, η κατάργηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων, η δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η αντίρρηση συνείδησης είναι γεννήματα του αστικού κόσμου, του αστικού πολιτισμού και της δημοκρατίας και προέκυψαν ως αιτήματα και ως (μερική έστω) εφαρμογή μέσα από τον διόλου άγονο αγώνα της αγάπης, της αλληλεγγύης, της θυσίας, της κοινωνικής συμμετοχής – και όχι με το φόνο, τον τρόμο και την εξαγγελία του θανάτου…



Σε όλα αυτά ακούω τον συνεχή αντίλογο: Με αυτά που λες ακυρώνεις όχι μόνο τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά ακόμη και τον Σπάρτακο και τον Τσε Γκεβάρα και την απόπειρα του Παναγούλη… Φυσικά δεν ακυρώνω τίποτε (εξάλλου τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να ακυρωθούν), αλλά σίγουρα κρατώ το δικαίωμα να τα βλέπω κάθε φόρα όσο πιο κριτικά μπορώ. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί την παραδειγματική απόδειξη για το πώς η πολιτική βία που θα εναντιωθεί σε μια καταπιεστική και τυραννική εξουσία θα καταλήξει σε μια τυραννία πολύ χειρότερη από την εξουσία που υποτίθεται πως θέλησε να ανατρέψει. Η τρομοκρατία και οι γκιλοτίνες του Ροβεσπιέρου (και των συν αυτώ) ήταν ένα ολοκληρωτικό τέρας ντυμένο με ωραία λόγια και με την πορφύρα του αίματος, που υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τις διαφωτιστικές αρχές, πάνω στις οποίες μόνον ρητορικά στηρίχτηκε. Δυστυχώς το επαναστατικό φαντασιακό για πολλές δεκαετίες του 20ού αιώνα αναγνώριζε (και αναγνωρίζει) στη γκιλοτίνα «την καθαρτήρια κόψη που εξαγνίζει το Μέλλον» – και διάφορες αντίστοιχες λυρικές όσο και φρικαλέες μπούρδες… (Και προφανώς είναι περιττό να μιλήσω εδώ για το κομμουνιστικό πραξικόπημα του Οκτωβρίου του 1917 στη Ρωσία, που ευφημίζεται ως «Οκτωβριανή Επανάσταση» και οδήγησε σε έναν από τους πιο απάνθρωπους ολοκληρωτισμούς της ιστορίας, ούτε για την ακόμη πιο εφιαλτική τυραννία που εγκαθίδρυσε στην Κίνα ο Μάο Τσε Τουνγκ υπό τον ψευδότιτλο «Κινέζικη Επανάσταση» – οι Κινέζοι ουδέποτε επαναστάτησαν, απλώς πέρασαν από τη μια σκλαβιά σε μιαν άλλη πολύ χειρότερη, περίπου απερίγραπτη ακόμη και με όρους επιστημονικής φαντασίας…)



Κάθε ανθρωποδιορθωτισμός έχει ανάγκη από μια μεγάλη αφήγηση τρόμου και από διάφορους παραδειγματικούς μαρτυρικούς «ήρωες» στους οποίους δίνει μεσσιανικές διαστάσεις. Το επαναστατικό φαντασιακό δεν εξαιρείται: έτσι δημιούργησε στον 19ο αιώνα και κυρίως στις αρχές του 20ού για τον Σπάρτακο (ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστορικό πρόσωπο για το οποίο οι ιστορικές πηγές είναι αντιφατικές) την εικόνα ενός «Μεσσία της Επανάστασης»: το κίνημα των Γερμανών Σπαρτακιστών, οι πολυάριθμες μυθιστορηματικές βιογραφίες και, κυρίως, η αριστουργηματική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μάς εγκλώβισαν σε μιαν απροσπέλαστη εικόνα (ποιος μπορεί να μη σημαδευτεί από την τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου όλοι οι δούλοι, ο ένας μετά τον άλλον, φωνάζουν «Εγώ είμαι ο Σπάρτακος…»;) – μια εικόνα που ωστόσο πολύ λίγη σχέση έχει με την ιστορική πραγματικότητα. Ο Σπάρτακος ήταν ένας δούλος που δραπέτευσε κι έφτιαξε δικό του στρατό ενάντια στους Ρωμαίους: ουδέποτε έθεσε οποιοδήποτε κοινωνικό αίτημα στη διαδρομή του, η οποία εκφράστηκε αποκλειστικά μέσα από μάχες, σφαγές και λαφυραγωγία. Όλα δείχνουν πως υπήρξε πράγματι ένας εξαιρετικός στρατηγός απέναντι στις ρωμαϊκές λεγεώνες, μα είναι προφανές πως ο κεντρικός του προσανατολισμός ήταν να δημιουργήσει αξιόμαχο στρατό (δηλαδή: έναν στρατοπεδικό κόσμο) τον οποίο χρησιμοποίησε για να καταλάβει την εξουσία. Επίσης όλα δείχνουν πως την κρίσιμη ώρα της ισχύος του δεν επέλεξε την ελευθερία των αντρών του (δεν τους επέτρεψε να περάσουν τις Άλπεις και να γυρίσουν ελεύθεροι στις πατρίδες τους, αλλά θέλησε να τους εγκλωβίσει σε έναν συγκροτημένο στρατό και να βαδίσει προς τη Ρώμη), ούτε έθεσε το παραμικρό κοινωνικό αίτημα για την κατάργηση της δουλείας. Το ότι πολέμησε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία των αιώνων και το ότι ο ίδιος και οι οπαδοί του υπέστησαν την κτηνωδία της παραδειγματικής σταύρωσης αρκούσαν στους θιασώτες της επαναστατικής θεωρίας για να τον τοποθετήσουν στο «Πάνθεον των Μαρτύρων» τους, δίχως να σκεφτούν ότι η αντίθεση σε μια κτηνωδία μπορεί να σημαίνει μιαν αντίστοιχη κτηνωδία (και οι Γαλάτες και οι Οστρογότθοι και πολλοί άλλοι πολέμησαν τους Ρωμαίους), αλλά και το ότι η ίδια η στρατιωτική πρακτική του Σπάρτακου δείχνει πως, εάν νικούσε, προφανώς θα ήταν ένας ακόμη εξουσιαστής, ενδεχομένως απαράλλακτος με τους Ρωμαίους… (Επιπλέον θυμίζω πως η δουλεία καταργήθηκε εξαιτίας του αστικού Διαφωτισμού –εξαιτίας του Ρουσό, ας πούμε– στον αστικό κόσμο του 18ου και του 19ου αιώνα…)



Ο Ερνέστο Γκεβάρα είναι προφανώς το απόλυτο μεσσιανικό πρότυπο του «επαναστάτη-μάρτυρα»· είχε ακόμη και φυσική ομοιότητα με τις απεικονίσεις του Χριστού και μαγματική γοητεία, ενώ η νεκρική φωτογραφία του τραβηγμένη από τους εκτελεστές του μοιάζει απελπιστικά με τον Αποκαθηλωμένο Ιησού του Μαντένια. Έτσι, τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία του, είναι θρύλος και τραγούδι σε όλες τις γωνιές του κόσμου, ενώ στη Λατινική Αμερική –και όχι μόνο– λατρεύεται ως άγιος. Ωστόσο ο Γκεβάρα, σε αντίθεση με τον Σπάρτακο, για μια εξαετία περίπου βρέθηκε στην εξουσία και καταγράφτηκε η διόλου ανθρώπινη εξουσιαστική δράση του. Κι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε το πώς ένας ιδεαλιστής και αναμφίβολα ανθρωπιστής γιατρός, που γυρνούσε ως εθελοντής στα λεπροχώρια της Λατινικής Αμερικής, από την ώρα που αποδέχτηκε την πρακτική της ένοπλης βίας έγινε ένας δυνάμει εξουσιαστής. Η «Κουβανική Επανάσταση», όταν επικράτησε, εγκαθίδρυσε μιαν αδίστακτη ολοκληρωτική τυραννία με εκτελέσεις αντιφρονούντων και αποστέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια τυραννία στην οποία ο Τσε όχι μόνο έστερξε αλλά και συνδιαμόρφωσε (το ότι διαφώνησε στη συνέχεια μάλλον είχε να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του και όχι με πολιτική διαφωνία…). Αναμφίβολα η μυθιστορηματική ζωή του Γκεβάρα, ο εκρηκτικός διονυσιακός του χαρακτήρας, ο έντονος ερωτισμός που εξέπεμπε, ο αδιαμφισβήτητος ηρωισμός του, το σχεδόν αυτοθέλητο τέλος του και το ξαπλωμένο γυμνό κορμί του στα χέρια των δολοφόνων του τον έκαναν έναν από τους μεγαλύτερους μύθος του μεταπολεμικού κόσμου. Μα αν κανείς διαβάσει τα (σταλινικά) πολιτικά του κείμενα και κυρίως αν μελετήσει τα πολιτικά του πεπραγμένα στην Κούβα, θα δει πως ο αφετηριακός ιδεαλισμός και ανθρωπισμός του στην πράξη συνθλίφτηκε από τον επαναστατικό ολοκληρωτισμό, την ιερουργία της βίας και τη θεολογική γοητεία της βέβαιης «Σωτηρίας» που θα έρθει αν την πιστέψεις απόλυτα, αν δοθείς ολοκληρωτικά σε αυτήν.



Ο Αλέκος Παναγούλης δεν αποτελεί πρότυπο για το επαναστατικό φαντασιακό (εξάλλου ο ίδιος υπήρξε αγωνιστής και υπέρμαχος της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και εκλεγμένος βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου)· οι θιασώτες της επαναστατικής βίας τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά και μόνο για να δικαιολογήσουν τις βόμβες «των συντρόφων τους»: «Και ο Παναγούλης έβαλε βόμβα για να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο», λένε, «θεωρείς την πράξη του φασιστική;» Έχω γράψει αναλυτικά τη θέση μου για τον Παναγούλη (στο βιβλίο μου Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, 2006, βλ. και http://www.triaridis.gr/keimena/keimC004.htm): και, ναι, φυσικά και θεωρώ την πράξη της πολιτικής δολοφονίας φασιστική, ανήθικη και, επιπλέον, πολιτικά άστοχη – θα έδινε στη Χούντα έναν μάρτυρα και θα άνοιγε το δρόμο σε ακόμη μεγαλύτερη καταστολή. Συνάμα θεωρώ τον Παναγούλη έναν από τους ήρωες της ζωής μου, όχι βέβαια για τη δολοφονική απόπειρα κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1968, αλλά για τη μετέπειτα στάση του απέναντι στο στρατοδικείο, για τον τρόπο που αντιμετώπισε τη θανατική του καταδίκη, για τον τρόπο που αντιμετώπισε τη φυλάκιση (που στην ουσία ήταν ένας πολύχρονος και κυριολεκτικός ενταφιασμός), τα βασανιστήρια και τον αδιάκοπο πόνο. Ζώντας επί πέντε χρόνια (1968-1973) έναν συνεχή και αδιανόητο εφιάλτη που δεν μπορεί να τον αντέξει άνθρωπος για περισσότερο από μια βδομάδα, ο Παναγούλης κατάφερε να επιστρατεύσει μια εσωτερική ορμή ζωής και ανθρωπιάς, και δι’ αυτής να κατισχύσει έναντι του μηχανισμού που πάσχισε να τον εκμηδενίσει. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Παναγούλης μεταδικτατορικά εναντιώθηκε στην εκτέλεση της θανατικής ποινής των πρωταίτιων της Χούντας (ανάμεσα σε αυτούς ήταν φυσικά και ο ίδιος ο Παπαδόπουλος) και συγχώρεσε τους βασανιστές του στη δίκη τους – ακριβώς γιατί είχε ζήσει το βυθό της βίας στην ίδια του την ύπαρξη. Μα όλη τούτη η ορμή της ζωής που παλεύει σπαρακτικά με τη βία (εσωτερική και εξωτερική) και περιγράφεται τόσο καίρια στο βιβλίο της Οριάνας Φαλάτσι (Ένας άντρας) είναι ψιλά γράμματα για όσους ψάχνουν στην απόπειρα του Παναγούλη τη δικαίωση του «επαναστατικού» τους τέρατος.



Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο απουσιάζει (ή και ενοχοποιείται) η μη βία, η ανθρώπινη αλληλεγγύη και ο κοινωνικός αλληλοσεβασμός από τη συντριπτική πλειοψηφία της αυτοχαρακτηριζόμενης «αντι-συστημικής» και «αντιεξουσιαστικής» σκέψης στην Ελλάδα. Ενώ σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο η αντισυστημική σκέψη εδώ και δεκαετίες γύρεψε (και γυρεύει) μιαν άλλη οπτική για τις ανθρώπινες σχέσεις (την οικογένεια, τη σεξουαλικότητα, την ατομική ελευθερία, το περιβάλλον) κι ενώ αναζήτησε ουσιαστικά τον πασιφισμό, τη σεξουαλική ελευθερία, τον ερωτισμό, τη μη βία σε έναν κόσμο δίχως εξωτερικά και εσωτερικά σύνορα, στην Ελλάδα ο αυτοχαρακτηριζόμενος «αντιεξουσιαστής» λογαριάζει τον εαυτό του ως «στρατιώτη της Επανάστασης»: είναι η εικόνα ενός μπόντι μπίλντερ που αποδέχεται το χαρακτηρισμό «Αγωνιστής Πόλης» (διάβαζε: Τάγμα Εφόδου) κι είναι έτοιμος με το λοστάρι, τη μολότοφ και την κουκούλα να σπάσει, να πυρπολήσει, να φωνάξει «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», να συκοφαντήσει ή και να δείρει όποιον «παλιό σύντροφο» διαταράξει την ενότητα της «επαναστατικής του βεβαιότητας» (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τι υπέστη από τους δήθεν «αναρχικούς» ο Νικόλας Άσιμος επειδή δεν μπορούσε να ενταχτεί στο στρατοπεδικό τους όραμα – για να αναφερθώ μόνο σε έναν από τους αποδιοπομπαίους, που είναι νεκρός εδώ και 22 χρόνια…).



Όλη αυτή η αναντιστοιχία ανάγεται σε δυο ιδιαιτερότητες (: στρεβλώσεις) της ελληνικής κοινωνίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ιστορική και μια πολιτισμική. Η ιστορική ιδιαιτερότητα είναι προφανώς ο Εμφύλιος Πόλεμος της περιόδου 1946-1949 και οι απάνθρωποι μετεμφυλιακοί διωγμοί που εξαπέλυσε η παράταξη των νικητών – διωγμοί οι οποίοι κατέστησαν μέσα μας την ηττημένη Αριστερά ηθικά υπερέχουσα σε ιδεολογικό επίπεδο, αποφεύγοντας αυτιστικά να αναλογιστούμε σε βάθος πόσον ολοκληρωτισμό και πόσην απανθρωπιά καλλιέργησε μέσα της. Έτσι, όσοι δεν ήταν μέσα στον σκληρό πυρήνα των νικητών του Εμφυλίου εγκλωβίστηκαν στη λογική «του όπλου παρά πόδα», βρέθηκαν να πενθούν για τη Συμφωνία της Βάρκιζας και να ονειρεύονται, εκόντες-άκοντες, την ώρα που «θα πάρω το ντουφέκι μου, να κάνω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες…» Ο τρόπος (η ζέση και το πάθος) με τον οποίο τραγουδιότανε και τραγουδιέται αυτό το φρικαλέο τραγούδι (Πότε θα κάνει ξαστεριά) στην πορεία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι ενδεικτικός του ελληνικού «επαναστατικού» ονείρου.



Δίπλα στην πληγή του Εμφυλίου και τα αντανακλαστικά που γέννησε έρχεται να προστεθεί η νεοελληνική πολιτισμική ιδιαιτερότητα της προγραμματικής αγραμματοσύνης που συμπλέκεται μοναδικά με την αυτιστική αυτοκατάφαση. Στην Ελλάδα των δογμάτων του «Έθνους» και της «Ορθοδοξίας» ο κόσμος εκπαιδεύτηκε στο δογματισμό, τον τραμπουκισμό και τον διανοητικό αυτισμό: «Οι Έλληνες έχουμε στα κύτταρά μας την πρωτιά…» δήλωσε μια προφανώς και εντέλει αποδεδειγμένα ντοπαρισμένη Ελληνίδα αθλήτρια, εκφράζοντας όλον τον θρασύδειλο νεοελληνικό αυτισμό της αυτοκατάφασης. Την ώρα που οι νέοι Έλληνες φορούνε περικεφαλαίες στα γήπεδα νιώθοντας πως είναι απόγονοι του Αχιλλέα, εκατοντάδες λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα αναφοράς του δυτικού κόσμου παρέμειναν και παραμένουν επί αιώνες αμετάφραστα ή απροσπέλαστα στα ελληνικά. Στη νεότερη Ελλάδα δεν υπάρχει καμία σύνδεση με την τεράστια πνευματική παράδοση της Αναγέννησης, που ουσιαστικά γεννά το Διαφωτισμό και φτιάχνει τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, ενώ ολόκληρα λογοτεχνικά/καλλιτεχνικά είδη όπως η ερωτογραφία ή η επιστημονική φαντασία απουσιάζουν σχεδόν πλήρως· έτσι, ο ανορθολογισμός εγκαθίσταται ως πρωταρχικός άξονας της πολιτικής σκέψης. Μοιραία θα αναζητηθούν οι εύκολες λύσεις: και τι ευκολότερο από την κατασκευή ενός «κακού εχθρού» τον οποίο «εμείς οι καλοί» πολεμάμε;



Κάπως έτσι, το κτηνώδες επαναστατικό φαντασιακό της βίας και του τρόμου κυριαρχεί στην Ελλάδα σήμερα. Διάφοροι, που θεωρούν «αντι-εξουσία» να κυκλοφορούν με σιδερογροθιές και να πετάν μολότοφ, να δέρνουν, να τραμπουκίζουν και να τρομοκρατούν, είναι βέβαιοι πως ετοιμάζουν την «Επανάσταση» – κι εάν κάποιος τούς μιλήσει για τη μη βία και για την αξία της καθολικής ανθρώπινης αλληλεγγύης (για την αγάπη;) ονομάζεται «χριστιανός», «καθεστωτικός» ή «δεκανίκι του συστήματος»… Όσο είμαι σε θέση να παρακολουθήσω τις εκδηλώσεις και τις δράσεις από το Διαδίκτυο, εδώ και χρόνια δεν είδα μια εθελοντική αιμοδοσία σε κάποιο από τα «στέκια» και τις «καταλήψεις» – αντιθέτως είδα αμέτρητες πορείες υπό το φασιστικό σύνθημα της συλλογικής ευθύνης («Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι») και αμέτρητες άλλες για υποστήριξη ανθρώπων («συντρόφων») που βάζουν βόμβες (είναι οι λεγόμενοι «δικοί μας φονιάδες» που, σε αντίθεση με τους «φονιάδες των άλλων», είναι «καλοί και ηθικοί» – εξού και η εφιαλτική μούγγα που απλώθηκε όταν μια βόμβα διαμέλισε τον δεκαπεντάχρονο Χαμί Νατζάφι τον Μάρτιο του 2010). Μοιραία σε έναν τέτοιο κόσμο ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, ο Λέων Τολστόι, ο Πολ Γκούντμαν, ο Τζον Λένον αγνοούνται – κι όσοι μιλούν γι’ αυτούς χαρακτηρίζονται «απολογητές του αστικού κράτους» και «αναθεωρητές». Υπό μία έννοια, όλο αυτό έχει (ή βρίσκει) τη λογική του για τους θιασώτες της «ερχόμενης Επανάστασης»: η μη βία, ο πασιφισμός και η καθολική αλληλεγγύη είναι ο αντίποδας της στρατοπεδικής προδιαγραφής τους και του εξίσου στρατοπεδικού ονείρου τους.





6. Δεν μπορεί να πει κανείς πως δεν υπήρξαν αρκετές φωνές από το χώρο της αντισυστημικής (τουλάχιστον στη στοχοθεσία της) σκέψης στην Ελλάδα που (κυρίως με αφορμή τους τρεις νεκρούς της Μαρφίν της 5.5.2010) έσπασαν την απαίσια «επαναστατική» μούγγα και καταδίκασαν την αποκρουστική δολοφονία, καταγράφοντας ταυτόχρονα τον προβληματισμό τους για το κατά πόσο (δεν) έχουν ξεκαθαρίσει τη σχέση τους με την πολιτική βία. Δυστυχώς όσοι μίλησαν ήσαν πολλοί λίγοι (απελπιστικά λίγοι) σε σχέση με αυτούς που θα περίμενε κανείς – ιδίως εάν λάβει υπόψιν πόσοι είχαν νιώσει την ανάγκη να τοποθετηθούν με λόγια ή πράξεις στην περίπτωση της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου… Μα, ακόμη και μέσα σε αυτούς τους λίγους, ελάχιστες είναι οι φωνές συνολικής εναντίωσης στην πολιτική βία: το μεγαλύτερο μέρος των κειμένων εναντιώνεται στη μεμονωμένη τρομοκρατική βία (τη λεγόμενη ατομική τρομοκρατία) και τη διείσδυσή της στο χώρο της αντισυστημικής σκέψης – και την ίδια ώρα, με προσήλωση θρησκευτική, εξακολουθούν να ομνύουν στην «Επανάσταση» και τη συνακόλουθη βία που αυτή εξ ορισμού και καταστατικά προβλέπει: λένε πως «όταν ο Λαός εξεγερθεί μαζικά» (ιστορικά ποτέ δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο – πάντοτε οι πολιτικές επαναστάσεις ήταν πραξικοπήματα μιας μικρής ένοπλης μειοψηφίας), «τότε ναι, η βία είναι θεμιτή…» Άραγε γιατί άνθρωποι που γνωρίζουν (ή έστω: μπορούν να μάθουν) σε τι φριχτούς ολοκληρωτισμούς έχει οδηγήσει ιστορικά η κτηνωδία κάθε πολιτικής επανάστασης όποτε αυτή επικράτησε έχουν τέτοια (θρησκευτική) προσκόλληση σε μια, πέραν των άλλων, βαθύτατα εξουσιαστική πολιτική πρακτική (γιατί σε αυτό αποσκοπεί πάντοτε η επανάσταση: στην κατάληψη της εξουσίας διά της βίας);



Πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους περισσότερους από τους θιασώτες του «επαναστατικού» ρομαντισμού πως στη συντριπτική πλειοψηφία τους εμφορούνται από ανιδιοτέλεια και ειλικρινή ευαισθησία για τις πολυάριθμες και πολυεπίπεδες αδικίες και ανισότητες του κόσμου – και υπό την έννοια αυτή ίσως είναι οι πιο ευαίσθητες εκδοχές μιας (στη συντριπτική της πλειοψηφία) χειραγωγημένης και αφασικής κοινωνίας. Δυστυχώς βλέπω επαναληπτικά σε τούτη την αφετηρία την ίδια συνέχεια: οι άνθρωποι αυτοί, και παρά την εξαιρετικά ιδεαλιστική τους πρόθεση, χειραγωγούνται από το «επαναστατικό» φαντασιακό της βίας και της θεολογικής επίλυσης των ανθρώπινων προβλημάτων (και των ανθρώπινων αινιγμάτων) διά της επερχόμενης «Επανάστασης» (πάντοτε με κεφαλαίο έψιλον). Έτσι, αρνούνται τον δύσκολο δρόμο της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης και της αγάπης (και είναι στ’ αλήθεια δύσκολο πράγμα η αγάπη) και παραδίνονται μονομιάς στην ευκολία της φαντασιακής «οργής», των μανιχαϊστικών όγκων του δικού μας «καλού» και του «κακού» των άλλων. Πολύ σύντομα η ευαισθησία τους έχει εγκλωβιστεί μέσα στην κτηνωδία της βίας και η ανθρωπότητα έχει γίνει στο νου τους ένας στρατοπεδικός κόσμος νοερών «συμμάχων» και νοερών «εχθρών». Μέσα από το παραμορφωτικό αυτό πρίσμα υιοθετούν αβασάνιστα στις πορείες τους φασιστικά συνθήματα συλλογικής ευθύνης («Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι») ή ωμής εξαγγελίας φόνου («Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες») και αντιλαμβάνονται κάθε είδους κριτική ως «πρακτοριλίκι» ή, το λιγότερο, «υποταγή στο σύστημα»:. Επί της ουσίας, ανεπαισθήτως (ή και όχι τόσο ανεπαισθήτως) προσχωρούν στο φασισμό, δίχως να καταλαβαίνουν πως η εξαιρετική ταινία Το Κύμα αφορά και αυτούς (και όχι μονίμως κάποιους άλλους). Στο φαντασιακό τους, ο θαμπός και ακαταλόγιστος στόχος μιας «Επανάστασης» που θα καθάρει τον κόσμο εξαγνίζοντάς τον από όλα τα δεινά εν είδει Δευτέρας Παρουσίας είναι σημαντικότερος από τα τρεμάμενα ανθρώπινα σώματα· αν αυτά κινδυνεύσουν ή τρομοκρατηθούν από τις μολότοφ τους, τις πέτρες τους, τους λοστούς τους και τις σιδερογροθιές τους, λογαριάζονται ως παράπλευρες απώλειες: έτσι οι νεκροί της Μαρφίν «πεθαίνουν από αναθυμιάσεις» ή «από την ίδια την Ιστορία», «από ένα τρένο στις ράγες του οποίου αλυσοδέθηκαν». Δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος για την κτηνωδία από το να αποκαλείς τον εαυτό σου Ιστορία – η οποία φυσικά υπόκειται, ελέγχεται και κρίνεται μόνο από τον εαυτό της: έτσι δικαιολογούσαν οι ναζί (ο Χίμλερ, για παράδειγμα) το Ολοκαύτωμα – και διόλου συμπτωματικά ακριβώς αυτή ήταν και η επιχειρηματολογία εκείνων που αφάνισαν με δυο βόμβες 240.000 ανθρώπους στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι…



Είναι αναμφίβολα άδικο να ταυτίζουμε όλον τον χαρακτηριζόμενο ως «αναρχικό» ή «αντιεξουσιαστικό» χώρο με τους φονιάδες που σκότωσαν τους τρεις υπαλλήλους της Μαρφίν στις 5.5.2010 ή με τους απάνθρωπους τραμπούκους που εμπόδισαν το ασθενοφόρο να φτάσει στο καμένο κατάστημα. Στο «χώρο» αυτό βρίσκεται (ή περνάει) ένας σημαντικός αριθμός ετερόκλητων ανθρώπων. Κάποιοι εξ αυτών είναι πράγματι έτοιμοι τραμπούκοι ή/και εκκολαπτόμενοι νεοναζί. Κάποιοι άλλοι ωστόσο είναι άνθρωποι με εξαιρετικές ευαισθησίες, πολιτικές διαδρομές αλληλεγγύης, πολλά ταλέντα και ιδιαίτερα αιχμηρή ματιά στην κριτική της υπάρχουσας κατάστασης. Δυστυχώς αυτοί οι δεύτεροι αδικούν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους όταν, στο όνομα της απαίσιας «Επανάστασης» και του φαντασιακού της, ανέχονται να κάνουν πορείες πλάι-πλάι με τους πρώτους, να αναλαμβάνουν το βάρος της φασιστικής βίας τους (που οι ίδιοι ποτέ δεν άσκησαν και ποτέ δεν ονειρεύτηκαν), να τους θεωρούν «συναγωνιστές» και «συντρόφους» (άραγε πόσην πολιτική αποφορά μυρίζει τούτη η λέξη;) – και στο όνομα ενός κοινού «εχθρού» που «παραμονεύει», «καραδοκεί», «έρχεται», «επίκειται» (ή ό,τι άλλο) να ταυτίζονται μαζί τους. Έτσι, μέσα από τη λογική της σταδιοποιημένης προσχώρησης το επαναστατικό φαντασιακό κυριαρχεί – και η βία γίνεται αποδεκτή, «ένα κέλευσμα της Ιστορίας» όπου κάτι μεγάλο και ασαφές «μας ενώνει»: το «επαναστατικό» διανοητικό Lager έχει σχηματιστεί – και πλέον είμαστε (: πλέουμε) μέσα του. Τότε πιάνουν δουλειά και οι ομοιοκαταληξίες – κάθε λογής ομοιοκαταληξίες, από την Bandiera Rossa μέχρι το δίστιχο του Νίκου Γκάτσου: «Λυπημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί / με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Είναι στ’ αλήθεια γοητευτικές οι ομοιοκαταληξίες – κάποιες φορές απροσπέλαστες· μα θα εκχωρήσουμε την ανθρώπινη πιθανότητά μας σε έναν στρατοπεδικό κόσμο και σε μιαν ομοιοκαταληξία, σε ένα «θέλει νεκροί χιλιάδες / να ’ναι στους τροχούς / θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους»; Φυσικά (και) σε αυτό το ερώτημα ο καθένας απαντάει από μόνος του· είναι προφανές πως εμένα δεν μου αρέσουν οι ομοιοκαταληξίες που μπορούν να απαγγελθούν από πολλούς μαζί – θαρρείς να γυρεύουν να κανονικοποιήσουν τη μνήμη μου: με φωτιά και με μαχαίρι και με ωραίες ομοιοκαταληξίες πάντοτε οι εξουσίες σκλαβώνουν τους ανθρώπους. Ως εκ τούτου, προτιμώ άλλους στίχους, ποιήματα που διαβάζονται κατά μόνας – και στην περίπτωση του Γκάτσου γυρνάω συνεχώς σε εκείνον τον τρομερό σπαραγμό της Αμοργού: «Μη γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ.»



7. Μέσα σε κάθε κοσμοδιορθωτική ιδεολογία υπάρχει μια σταδιοποιημένη διαδικασία προσχώρησης στην κτηνωδία της βίας που αυτή επαγγέλλεται. Η προσχώρηση αυτή δεν γίνεται πάντοτε μονομιάς: ωραία λόγια, γοητευτικά προτάγματα ζευγαρωμένα με δήθεν εικονοκλαστικές (μα εξαιρετικά φτηνές και δημαγωγικές) εξυπνάδες λειτουργούν ως προπετάσματα και συγκροτούν γοργά το (πάντοτε ηρωικό) φαντασιακό. Κάποτε έρχεται η ώρα για τη βία (στο φαντασιακό ονομάζεται «πράξη» – και συνιστά την «υπέρτατη ώρα» όπου η ιδέα γίνεται «Αλήθεια»)· εκείνη την ώρα υπάρχουν όλων των διαβαθμίσεων τα επιχειρήματα που θα επιτρέψουν στο ήδη διαμορφωμένο φαντασιακό να αυτοδικαιωθεί και να αναπαραχθεί: η επικείμενη «απειλή», η «βία του εχθρού», η «ζωτική ανάγκη επιβίωσης», η «ανάγκη», η «Ιστορία που προχωρά», το βόλεμα μέσα στη δήθεν «νομοτέλειά» της. Αυτό ισχύει για τη βία κάθε ιδεολογίας: εθνικής, θρησκευτικής, ρατσιστικής, κρατικής, επαναστατικής. Οι συμμετέχοντες κάποτε διαπιστώνουν πως το κόψε-κόψε έχει ήδη ξεκινήσει, πως η ντούμπα με τα πτώματα υψώνεται· αλλά το φαντασιακό είναι πολύ ισχυρό για να παραδεχτούν τούτη την πραγματικότητα και να εναντιωθούν σε αυτήν – και το «συντροφικό» λίπος απορροφάει κάθε κραδασμό.



Δεν μιλάω για κάποιους άλλους – μιλώ για όλους μας (και για τον εαυτό μου): υπήρξαν φορές που όλοι μας υπήρξαμε αδρανείς – ή και, ακόμη χειρότερα, αφήσαμε τα αντανακλαστικά μας απέναντι στην πολιτική βία να βυθιστούν στο λίπος του βολέματος, στο λίπος του προαιώνιου «έθνους» και του αλάθητου κράτους ή στο λίπος της «επαναστατικής», «αναρχικής», «αντισυστημικής» ή όποιας άλλης φαντασίωσης… Όταν μετά τη δολοφονία του 15χρονου Χαμί Νατζάφι στα τέλη του Μαρτίου του 2010 έγραψα για την αποκρουστική μούγγα μεγάλου μέρους του αναρχικού χώρου στις επί της ουσίας πάντοτε νεοναζιστικές βόμβες, κατηγορήθηκα ως «Ιεροεξεταστής που καθισμένος στο θρόνο μου δικάζω τους ανθρώπους» – κι όλα αυτά επειδή είπα το αυτονόητο: πως η σιωπή σε ένα έγκλημα είναι συνενοχή. Τώρα, λοιπόν, για να κατέβω από το θρόνο του Ιεροεξεταστή, θα χρησιμοποιήσω ένα προσωπικό παράδειγμα: Ποιο λίπος με σκέπασε τόσο στα χρόνια 1994-1995 ώστε να υπηρετήσω ως δολοφόνος έναν φονικό στρατό, να ανεχτώ να κρατάω όπλα και να εκπαιδεύομαι σ’ αυτά, να βλέπω δεκάδες συστρατιώτες μου να εξεφτελίζονται σε κάθε λογής κτηνώδεις δοκιμασίες κι εγώ να συμμετέχω αδιαμαρτύρητα, να κάνω παρελάσεις σε πολιτείες ανθρώπων χουγιάζοντάς τους με τελετουργία φόνου και τρόμου και σκλαβιάς; Γιατί χρειάστηκα εννιά μετρημένα χρόνια για να καταγγείλω και να εναντιωθώ (εκ του ασφαλούς) στην κτηνωδία του στρατού που υπηρέτησα – και συνακόλουθα κάθε στρατού; Έπρεπε να φτάσω τριάντα τεσσάρων χρόνων για να καταλάβω πως ήμουν συνένοχος και συναυτουργός σε μιαν από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες του κόσμου μας;



Από ανθρώπους που τους θεωρώ πολύ κοντινούς μου, πολλαπλά οικείους μου, προέρχεται και το δεύτερο παράδειγμά μου για το πώς σταδιοποιείται η σιωπή: στο εξαιρετικό κείμενό τους της 7.5.2010 «Για τους νεκρούς της Μαρφίν» (http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2010/05/marfin.html – κατά τη γνώμη μου, το βαθύτερο κείμενο που γράφτηκε για τούτη τη δολοφονία) οι Θ. Πολλάτος, Π. Σιαβελής, Κ. Μπακόπουλος και Γ. Κορομηλάς γράφουν: «[…] Όλο αυτό ήταν το χρονικό μερικών προαναγγελθέντων θανάτων, η συνέχεια του Δεκέμβρη του 2008, όπου μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της Opel, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στην Αλεξάνδρας, είχε πυρποληθεί και οι ένοικοι της πολυκατοικίας φώναζαν έντρομοι από τα μπαλκόνια να κάνει κάποιος κάτι. Κανένας δεν έκανε τίποτα όμως. Κανένας από όσους συμμετέχουμε στις διαδηλώσεις δεν ανέλαβε το βάρος να διαχωρίσει τη θέση του με αυστηρότητα, όλοι πορευόμαστε μαζί με αυτούς τους μικρούς ναζί γιατί θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στο ίδιο στρατόπεδο, πως είναι “παραστρατημένοι σύντροφοι”, πως δεν πρέπει “να κάνουμε δήλωση νομιμοφροσύνης στο κράτος”, πως “το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης”, πως οι ρίζες του Κακού βρίσκονται αλλού, πως “φταίει ο Βγενόπουλος που δεν είχε βάλει ρολά” και άλλες μπούρδες που κρύβουν κάτω από το χαλί τις δικές μας ευθύνες […]».



Διαβάζω ξανά και ξανά το περιγραφόμενο γεγονός της πυρπόλησης της αντιπροσωπείας της Opel και μετρώ τους μήνες: αλίμονο, το γεγονός που οι τέσσερις συντάκτες του κειμένου περιγράφουν έγινε τον Δεκέμβριο του 2008 και η καταγγελία τους γίνεται τον Μάιο του 2010. Ποιο λίπος επαναστατικού και εξεγερσιακού φαντασιακού έκανε αυτούς τους ανθρώπους να σιωπήσουν επί ενάμιση χρόνο για μια κτηνώδη απόπειρα δολοφονίας που είδαν με τα μάτια τους, για ένα ευθύ έγκλημα κατά της ζωής; Ως μέλη μιας ενεργού συλλογικότητας είχαν στη διάθεσή τους έντυπο και ηλεκτρονικό βήμα για να διαμαρτυρηθούν· γιατί παρέδωσαν τον εαυτό τους στη μούγγα; – ποια πολιτική ηθική θεώρησαν πως αυτή υπηρετεί; Έπρεπε να υπάρξουν και οι πραγματικοί νεκροί της Μαρφίν για να αποφασίσουν πως οι μολότοφ φτιάχνονται για να τρομοκρατήσουν ανθρώπινες ψυχές και να σκοτώσουν ανθρώπινα σώματα και πως όσοι τις φτιάχνουν και όσοι τις πετάνε είναι πρώτα από όλα νεοναζί φονιάδες;



Κι αν οι τέσσερις βρήκαν (προς τιμήν τους) κάποτε το θάρρος να μιλήσουν, έστω και ενάμιση χρόνο μετά, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι που τον Δεκέμβρη του 2008 είδαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (γιατί όλοι το είδαν) διάφορους δολοφόνους να πυρπολούν πολυκατοικίες αδιαφορώντας αν θα οδηγήσουν στον θάνατο δεκάδες συνανθρώπους τους… Η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών, ακόμη και τώρα, θάβουν το γεγονός μέσα τους, καμώνονται πως δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν πρόσεξαν, μιλούν για «μπάχαλα» (για να υποβαθμίσουν τις κτηνώδεις επαναληπτικές απόπειρες φόνου), εντέλει εγκαταλείπουν τους εαυτούς τους σε μιαν αποκρουστική συνενοχή. Αξίζει κανείς να σκεφτεί το γιατί όλοι αυτοί, οι τάχα «αυτόνομοι», προσχωρούν έτσι, ως συντεταγμένο κοπάδι, στην κτηνωδία. Διότι στον ανορθολογικό στρατοπεδικό κόσμο τους «ένας είναι ο εχθρός», διότι το αίμα των «εχθρών» είναι φύρα και λεκές σε αντίθεση με το αίμα των «δικών» που είναι ιερή κηλίδα, διότι εντέλει είδαν στον Δεκέμβριο του 2008 τη φαντασιακά πολυπόθητη «εξέγερση», την τόσο απαραίτητη για να εξακολουθήσουν να μηρυκάζουν τα φτηνά τσιτάτα του Γκι Ντεμπόρ ή (εσχάτως) του Σλαβόι Ζίζεκ και διαφόρων άλλων που συνθηματοποιούν τη σαχλαμάρα. Μα κάποτε το καρναβάλι τελειώνει και τα πτώματα μυρίζουν· κι οι εξυπνάδες που μάθαμε να λέμε δεν αρκούν για να κρύψουν τη θλιβερή αλήθεια: πως, αλίμονο, συνηθίσαμε τη μυρωδιά των πτωμάτων – την ονομάσαμε Ιστορία και την εντάξαμε στον Κανόνα μας…



Έτσι, η μεγάλη πλειοψηφία των (αυτοχαρακτηριζόμενων) «αντιεξουσιαστών» σιώπησαν για το φόνο του 15χρονου Χαμί Νατζάφι και ξανασιώπησαν για τους νεκρούς της Μαρφίν· και στον επόμενο πολιτικό φόνο θα ψάξουν να δούνε σε ποιο «στρατόπεδο» ανήκε ο φονιάς, για να πράξουν ανάλογα ή για να σιωπήσουν ακόμη αναλογικότερα. Άραγε αναρωτήθηκαν ποιαν ηθική υπηρετούν με τη σιωπή τους, ποιαν «αντιεξουσία», ποιον «αναρχισμό» και ποιαν ανθρωπιά; Καταλαβαίνουν πως η εξακολουθητική μούγγα τους δεν βαραίνει στη μεριά των αθώων θυμάτων (του νεκρού Αλέξη Γρηγορόπουλου για τον οποίο τάχα διαδήλωναν κάποτε) αλλά στη μεριά των ενόχων θυτών; Ποιον «καλύτερο» και «δικαιότερο» και «ανθρωπινότερο» κόσμο ευαγγελίζονται, όταν δίπλα τους δολοφόνοι καίνε ή προσπαθούν να κάψουν ανθρώπους και αυτοί τούς ανέχονται και σιωπούν;





8. Λογαριάζω τη χοάνη της αντισυστημικής σκέψης ως έναν εξαιρετικά ζωτικό άξονα του δυτικού πολιτισμού και των δυτικών δημοκρατιών – εξάλλου, από τότε που άρχισα να γράφω πολιτικά κείμενα, σε τούτη την οπτική προσβλέπω (με τα όποια σωστά και με τα όποια λάθη μου). Και είναι αυτονόητο το ότι έχουμε να υπερασπιστούμε την ύπαρξη της σκέψης αυτής ως κόρην οφθαλμού: μας προσφέρει τη διαχρονική, συνεχή, πολύπλευρη και πολυεπίπεδη κριτική για τις κτηνωδίες της κυρίαρχης ιδεολογίας και της κατεστημένης πολιτικής οντότητας – και σε φιλοσοφικό επίπεδο τον ριζικό σκεπτικισμό συνδυασμένο με το αίτημα για αναθεώρηση όλων των αξιών. Δίχως αυτή την κριτική και δίχως ετούτο το διαχρονικό αίτημα, ο ορίζοντας προσδοκίας μας για το πολιτικό διακύβευμα του μέλλοντος θα είναι κολοβός – και η δημοκρατία (ό,τι λογαριάζουμε και ό,τι περιμένουμε ως δημοκρατία) θα αποκαλυφτεί ως μια εξαρχής ταριχευμένη μούμια – έτοιμη για τα μουσεία του μέλλοντος.



Συνακόλουθα, θα ήταν πέρα για πέρα λανθασμένο να εκλάβει κανείς ετούτο το κείμενο και τη σκληρότατη κριτική που εδώ και χρόνια κάνω στην πολιτική βία ως επίθεση στην αντισυστημική σκέψη. Ας μου συγχωρεθεί η ενδεχόμενη έπαρση, μα θεωρώ το κείμενο αυτό (και τα υπόλοιπα αντίστοιχα κείμενά μου) μιαν απελπισμένη υπεράσπιση τούτης της σκέψης (έτσι όπως την όρισε ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν: μιαν οπτική που προσβλέπει σε μεταρρύθμιση των συστημικών δομών εξουσίας και όχι στην αντικατάστασή τους με καινούργιες πανομοιότυπες «επαναστατικές» και συνήθως αφόρητα συστημικές δομές). Ως εκ τούτου, όλη αυτή η συνολική άρνηση της πολιτικής βίας από μέρους μου (με κείμενα και βιβλία μιας πενταετίας) δεν είναι επίθεση στην αντισυστημική σκέψη αλλά υπεράσπισή της. Γιατί βέβαια δεν είναι αντισυστημική σκέψη το να ομνύεις στη βία, να τρομοκρατείς, να προσδοκάς μιαν «επανάσταση» που θα σε κάνει εξουσία στη θέση της εξουσίας: είναι μια βαθιά συστημική επιβεβαίωση. Είναι μια ήττα του ίδιου μας του εαυτού – η μεγάλη μας ήττα.



Πολλές (πάρα πολλές) φορές οι άνθρωποι συνηθίζουν να ντύνουν τις πράξεις τους με ωραίες λέξεις: οι φλόγες της Ιεράς Εξέτασης έκαιγαν ανθρώπους στο όνομα της «αγάπης», τα εγκλήματα του ναζισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού γίνονταν στο όνομα του «μέλλοντος» και του «νέου ανθρώπου»… Μπορεί κάποιος να πάρει στο χέρι του ένα πιστόλι ή μια μολότοφ ή ένα λοστάρι και να δηλώνει πως είναι «αναρχικός» και «αντιεξουσιαστής», να πει πως σκοτώνει, καίει, σπάζει στο όνομα της «ζωής»· μα το ότι ο κάθε δήθεν «αντιεξουσιαστής» μπορεί να λέει ό,τι θέλει δεν σημαίνει φυσικά πως αυτό που λέει έχει την οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα. Το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό: τον Δεκέμβριο του 2008 ένα εύηχο σύνθημα χρησιμοποιήθηκε ευρέως προς όσους διαμαρτυρήθηκαν για τα τάγματα εφόδου που κατέστρεφαν, έκαιγαν και πυρπολούσαν – ένα σύνθημα που, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε ως ακρότατο όριο του ελληνικού πολιτικού ανορθολογισμού: «Εσείς μιλάτε για βιτρίνες, εμείς μιλάμε για ζωές…» Πράγματι τα λόγια είναι όμορφα – μα πόση ορθολογική σύνδεση έχουν με την πραγματικότητα; Ποια αιτιακή σχέση υπήρχε ανάμεσα στην τυφλή βία των ταγμάτων εφόδου που παρήλαυναν αυτοδικαιωμένα ως στρατός σε κατακτημένη πόλη και στις «ζωές» για τις οποίες τάχα μιλούσαν; Και για να γίνω σαφέστερος: ποιες «ζωές» υπερασπιζόταν κάποιος που έκαιγε, έσπαζε, πετούσε μολότοφ, κυκλοφορούσε με λοστάρια και τρομοκρατούσε τους συνανθρώπους του; Μήπως θα γυρνούσε πίσω ο δολοφονημένος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος αν έσπαγαν 1.000 ή 10.000 βιτρίνες και άλλοι τόσοι σηματοδότες; Ποιαν «ζωή» υπερασπίστηκαν οι φονιάδες που έκαψαν την αντιπροσωπεία της Opel για την οποία έγινε λόγος παραπάνω; Πόσος παραλογισμός μπορεί να χωρέσει σε οχτώ ωραίες λέξεις – και πόσος εξαγγελμένος θάνατος σέρνεται πίσω από τον συνειδητό ανορθολογισμό… Τη ζωή την υπερασπίζεται κανείς με το να αντιστέκεται στη βία και όχι με το να ομνύει σε αυτήν, να γίνεται τελετουργός της και δούλος της, να ενισχύει με όλη του την ψυχή την απέναντι βία και καταστολή… Και αυτοί που έσπειραν τη νεοναζιστική βία του Δεκεμβρίου του 2008 (προσοχή: δεν μιλάω γι’ αυτούς που απολύτως θεμιτά διαδήλωσαν, μιλάω γι’ αυτούς που έδωσαν στον εαυτό τους το δικαίωμα της πολιτικής βίας) μιλούσαν μεν ρητορικά για «ζωή», μα στην ουσία υπόσχονταν τον θάνατο και τον τρόμο του θανάτου, τον έσπερναν με κάθε πράξη τους… Και, ενάμιση χρόνο μετά, ήδη θέρισαν ανυπολόγιστο τρόμο, κρατική καταστολή, ακύρωση πολιτικών ελευθεριών, εκλογική άνοδο του νεοφασισμού και πέντε θανάτους – έξι, αν υπολογίσει κανείς και το αγέννητο μωρό της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου…



Υπάρχει μια ακόμη συνήθεια (κάτι μεταξύ πρακτικής και ακαριαίου, περίπου θρησκευτικού, αντανακλαστικού) του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού» χώρου. Όταν κάποιος τούς κάνει κριτική για τη σταδιακή προσχώρηση στη βία και υποστηρίζει πως αυτή η προσχώρηση τούς κάνει φασίστες, αυτοί αντιδρούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο: βαφτίζουν αυτόν που ασκεί την κριτική, όποιος κι αν είναι αυτός, «υπηρέτη της εξουσίας», «πράκτορα του κράτους», «παπαγαλάκι της ασφάλειας», «τσιράκι του φιλελευθερισμού», «καθεστωτικό διανοούμενο στην υπηρεσία του συστήματος». Για παράδειγμα, όσοι βρήκαν το θάρρος να εναντιωθούν στην εκτεταμένη χρήση φασιστικής πολιτικής βίας τον Δεκέμβριο του 2008 χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ως «καθεστωτικοί διανοούμενοι» οι οποίοι περίπου «επιστρατεύτηκαν» για να στηρίξουν «το σύστημα». Και πάλι βλέπουμε πως το φαντασιακό λίπος πνίγει κάθε ορθολογισμό και ανταμώνεται με το ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί… Ανάμεσα σε όλες τις σχετικές τοποθετήσεις αντίθεσης στη βία του Δεκεμβρίου του 2008 υπήρχαν όντως προσεγγίσεις τυφλής επαναφοράς στην «τάξη» (δηλαδή πρόταση για φασιστική καταστολή στη φασιστική βία) – μα υπήρξαν και εξαιρετικές τοποθετήσεις καταδίκης του γενεσιουργού πυρήνα κάθε βίας… Από πότε όποιος αντιτίθεται στα τάγματα εφόδου του Δεκεμβρίου του 2008 είναι «καθεστωτικός υπερασπιστής του Κορκονέα» – και γιατί αυτός που ομνύει σε αυτά είναι «αντικαθεστωτικός»; Κι αν κάποιος διαμαρτυρόταν τότε για τη δολοφονική πυρπόληση της πολυκατοικίας της Opel στην Αλεξάνδρας, θα ήταν «καθεστωτικός διανοούμενος»; Κι όλοι αυτοί που άπλωσαν την υπέροχη επαναστατική μούγγα ήταν «αντικαθεστωτικοί»; – γιατί εγώ (και όχι μόνον εγώ) πιστεύω ακριβώς το αντίθετο…



Προσωπικά μού αρέσει πολύ η οξεία κριτική – μα όποιος την κάνει, καλά θα κάνει να περιμένει αντίλογο… Σε διάφορα δήθεν «αντιεξουσιαστικά» (μα επαναλαμβάνω: βαθύτατα φασιστικά και εξουσιαστικά) φόρουμ του Διαδικτύου (όπου συνηθίζεται το εν χορώ ανώνυμο βρίσιμο) ρωτούνε με το ήθος της ανωνυμογραφίας που τους χαρακτηρίζει: «Γιατί ο πρακτοράκος» (εγώ είμαι αυτός) «δεν μιλά για τη βία του κράτους και της αστυνομίας;» Αλίμονο, δεν φταίω εγώ που εκείνοι είναι λειτουργικά αναλφάβητοι: σε 7 βιβλία μου και σε περισσότερα από 70 άρθρα και δοκίμιά μου καταγγέλλω σε όλους τους τόνους την κρατική βία σε όλες της τις εκφάνσεις· εξάλλου, για να αντιπαρατεθώ θεσμικά σε αυτήν τη βία έγινα και αντιρρησίας συνείδησης – κι επιπλέον, τον καιρό που υπήρξα εθελοντής ακτιβιστής στους τσιγγάνικους μαχαλάδες, έχω κάνει περισσότερες από 30 μηνυτήριες αναφορές σε κρατικούς λειτουργούς. Και όλην αυτή την κρατική βία την καταγγέλλω με το όνομά μου και το επίθετό μου και όχι ως κρυπτόμενος θρασύδειλος – και αποδέχτηκα να χάσω τη δουλειά μου, να αποκλειστώ, να λοιδορηθώ, να βρεθώ κατηγορούμενος στα δικαστήρια και (ελπίζω) και στα στρατοδικεία Οι ανώνυμοι που παριστάνουν τους «επαναστάτες», τι έχουν κάνει στη ζωή τους με το όνομα και το επίθετό τους; – έχουν έστω διανοηθεί το ένα εκατοστό από όλα αυτά; Ή μήπως έχουν τάξει τη ζωή τους κατ’ αποκλειστικότητα στο να ενισχύουν ανωνύμως και ευθέως την κρατική/αστυνομική βία την οποία τάχα πολεμούν; Γιατί πράκτορες και πιστοί υπηρέτες της κρατικής βίας είναι τα δήθεν «αντιεξουσιαστικά» Τάγματα Εφόδου, οι διαφόρων διαβαθμίσεων νεοναζί που υποδύονται τους «αντιεξουσιαστές» και σκοτώνουν ανθρώπους, βάζουν βόμβες, πετούν μολότοφ και πέτρες, δέρνουν, τρομοκρατούν, τραμπουκίζουν. Αυτοί τροφοδοτούν την κρατική καταστολή και αυθαιρεσία, τζογάρουν την ύπαρξή της στο μίσος, πρακτορεύουν την κοινωνία εν τρόμω και ωθούν τους τρομαγμένους ανθρώπους στο φασισμό της καταστολής.



(Κι εδώ έχω ανάγκη από μια παρένθεση: φυσικά και δεν θεωρώ τον εαυτό μου αγωνιστή – ένας δειλός άνθρωπος είμαι… Αγωνιστές του δικού μου κόσμου είναι οι αντιρρησίες συνείδησης που πήγαν στη φυλακή για να υπερασπιστούν την ανθρώπινη τιμή όλων μας, οι εθελοντές γιατροί που διακινδυνεύουν τη ζωή τους στις εμπόλεμες ζώνες και τις εσχατιές του κόσμου, οι συνεπείς ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της οικολογίας… Αλλά, έστω και εκ του ασφαλούς, αφότου βγήκα από τη μέγγενη του στρατού εναντιώνομαι στην κρατική βία και αυθαιρεσία επί δεκαπέντε χρόνια με το όνομα και το επίθετό μου: και αυτά που έχω κάνει και αυτά που έχω γράψει είναι δράσεις συγκεκριμένες, καταμετρήσιμες και σαφείς. Αντίθετα, οι ανώνυμοι δήθεν «αντιεξουσιαστές» που είτε βάζουν βόμβες είτε κυκλοφορούν ως τάγματα εφόδου με τα λοστάρια και τις κουκούλες είναι τυφλοί υπηρέτες της κρατικής καταστολής, φτηνοί δούλοι της… Η κρατική βία και καταστολή τούς έχει τόσην ανάγκη, ώστε αν δεν υπήρχαν θα τους είχε εφεύρει…)





9. Μια από τις οριακές αξίες του δυτικού κόσμου είναι το ότι εμπεριέχει μέσα του και τις μορφές της άρνησής του. Αυτή την αξία έχουμε να την υπερασπιστούμε πάση θυσία. Ο καθένας μπορεί να ονειρεύεται φυλετικά, εθνικά ή επαναστατικά ποτάμια αίματος – γιατί ο καθένας έχει το δικαίωμα να μισεί με την ίδια ένταση που θα θέλαμε να αγαπάμε· έχει το δικαίωμα να είναι φασίστας με το ίδιο πάθος που ερωτεύεται. Είναι χρέος μας να ακούγεται ελεύθερα και ανεμπόδιστα ο λόγος τού καθενός που μας εχθρεύεται (με τον ίδιο τρόπο που είναι χρέος μας να ακούγεται ο λόγος των νοσταλγών του Χίτλερ…). Ωστόσο, όσοι πιστεύουμε πως η ανθρωπιά και η βία είναι έννοιες αντιθετικές, ενδεχομένως να έχουμε να γυρέψουμε κι ένα δεύτερο, παράλληλο νήμα: να μιλήσουμε για την ανθρώπινη αξία πέρα από τις ιδέες που υπηρετούμε, για τα τρεμάμενα ανθρώπινα σώματα που απειλούνται, να πάρουμε θέση ενάντια στη βία, να αρθρώσουμε έναν άλλο λόγο και να προτείνουμε μιαν άλλη λογική: ο ανθρώπινος αγώνας είναι εξαρχής πνευματικός… Εξάλλου ο αγώνας ανάμεσα στην εξουσία και την ανθρωπιά ουσιαστικά μετασχηματίζεται σε αγώνα ανάμεσα στη βία (που είναι προϋπόθεση για κάθε εξουσία) και τη ζωή (που είναι προϋπόθεση για κάθε ανθρωπιά).



Κι όχι αυταπάτες προπαντός. Η βία έρχεται – αυτοδικαιώνεται και παρελαύνει… Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πως στον κόσμο των όλο και πιο διακριτών ανισοτήτων ετούτη η βία θα πολλαπλασιαστεί: θα είναι φτώχεια και πείνα, θα είναι οικολογική καταστροφή που θα βρίσκει πρόφαση στη φτώχεια και την πείνα, θα είναι κοινωνική ανισότητα, θα είναι εθνικισμοί και εθνικά κράτη που θα σέρνονται σε πολέμους για να κουκουλώσουν την κοινωνική ανισότητα, θα είναι ανεξέλεγκτος θρησκευτικός φονταμενταλισμός και μισαλλοδοξία που θα υπηρετούν κάθε ισορροπία του τρόμου, θα είναι κάθε λογής ρατσισμός μπολιασμένος με νεοευγονικές βιογενετικές απολήξεις, θα είναι κρατική/αστυνομική βία ζευγαρωμένη με μητροπολιτική βία, πολιτική τρομοκρατία, χουλιγκανισμός, ταξική βία, επαναστατική βία, τυφλό μίσος. Τούτη η βία θα ανατροφοδοτείται με ανεξέλεγκτη ροή γεγονότων, με πολλαπλούς ομφάλιους λώρους, με ακαταλόγιστη Ιστορία, με εξαχρειωμένη ευκολία, με θεριεμένη αυτοκατάφαση… Σε καμία περίπτωση δεν είμαι φιλόσοφος (και δεν θέλω να είμαι) – ωστόσο νομίζω πως η σχέση μας με την πολιτική βία είναι το ένα από τα δύο κρισιμότερα πολιτικά διακυβεύματα του καιρού μας (το δεύτερο –που προφανώς συνδέεται με το πρώτο– νομίζω πως είναι η σχέση μας με αυτό που τρώμε, το ότι σκοτώνουμε για να φάμε – και το εάν έχουμε να γυρέψουμε μια αντιπρόταση σε τούτη τη δήθεν νομοτελειακή σχέση θανάτου).



Η απάντηση σε όλην αυτή την ποικιλώνυμη βία μπορεί να είναι μόνον η καθολική άρνησή της – και όχι η αποδοχή της διά μιας προσχηματικής αντι-βίας που θα είναι η δικαίωση της πρωτεύουσας βίας και η διαρκής ανατροφοδοσία της. Μονάχα μέσα από τούτη την άρνηση μπορεί να προκύψει η αλληλεγγύη, η δημοκρατική εγρήγορση, ο αγώνας για δημοκρατικότερους νόμους, για τα ανθρώπινα δικαιώματα των απελπισμένων, για τη δεύτερη ευκαιρία τού καθενός πάνω στη γη. Η πολιτική ανυπακοή, η αντίρρηση συνείδησης, η ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνική αλληλεγγύη, η αγωνία μιας οικολογικής στάσης απέναντι στο περιβάλλον, η αναγνώριση της έννοιας του δικαιώματος στα ζώα είναι μερικές πτυχές του πολύπλευρου πεδίου ενός αγώνα για δημοκρατία και για ζωή. Και στη δύσκολη αυτή υπόθεση δεν περισσεύει κανένας από την κάθε ημέρα μας: ο αιμοδότης που ξεπερνά τη βαρεμάρα του και το δισταγμό του για να δώσει αίμα, ο χορτοφάγος που προσπαθεί να εμβαθύνει σε μιαν ευαισθησία ζωής επιλέγοντας να αρνηθεί να σκοτώνει για να φάει, ο εθελοντής γιατρός που αφήνει την ασφάλεια της Δύσης για να κάνει ιατρείο στην Καμπότζη ή στο Νταρφούρ, ο ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βρίσκεται στον όλεθρο της Γάζας, το μέλος τής μη κυβερνητικής οργάνωσης που πιέζει για τον έλεγχο της θαλάσσιας αλιείας στη Βόρεια Θάλασσα, ο πολιτικός ακτιβιστής που ζητάει δικαιότερη ρύθμιση των χρεών του Τρίτου Κόσμου, ο αντιρρησίας συνείδησης που διεκδικεί σε φυλακές και στρατοδικεία τη συνείδηση του καιρού του, όλοι αυτοί συνδέονται με ένα αόρατο μα ευθύ νήμα με τον Μαχάτμα Γκάντι και τη Σόφι Σολ, με τον Τζον Λένον και τη Ρέιτσελ Κόρι, με τους φοιτητές που στάθηκαν στην πύλη του Πολυτεχνείου το ξημέρωμα της 17ης Νοεμβρίου του 1973 και με τον Κινέζο φοιτητή που χόρεψε με το σώμα του τα τανκς του μεγαλύτερου στρατού του κόσμου στην Πλατεία Τιεν-Αν-Μεν εκείνον τον Ιούλιο του 1989. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διέθεσαν κάτι από τον εαυτό τους στον αγώνα ενάντια στη βία: οι πιο ηρωικοί την ίδια τη ζωή τους, οι πιο καθημερινοί ένα τέταρτο της ώρας – ας πούμε έναν ασκό αίμα, δηλαδή ένα μικρό κομμάτι ζωής που μπορεί να σταθεί αρκετό για να σώσει μια ολόκληρη ζωή, που με τη σειρά της μπορεί να σώσει τον κόσμο ολόκληρο…





10. Ξεκίνησα αυτή την άτακτη περιδιάβαση σε σκέψεις και επιχειρήματα με ένα περιστατικό: τη συνάντηση του Γκάντι με τον ινδουιστή που μόλις είχε σκοτώσει τρία παιδιά μουσουλμάνων. Θα κλείσω με ένα ακόμη περιστατικό που συνέβη πριν δέκα χρόνια και στο κέντρο του βρέθηκε μια γυναίκα· εξάλλου η γυναικεία φύση είναι από μόνη της μια προφανής ζωτική αντίπραξη στη βία: μέσα από το σώμα των γυναικών συνεχίζει η ζωή.



Διάβασα την ιστορία της Δομινικανής Φαουστίνας Μερσέντες στις εφημερίδες, τον Ιανουάριο του 2001 – έναν καιρό που ψάρευα παντού γύρω μου «υλικό για ποιήματα». Είναι μια είδηση περίπου καθημερινή, μια απλή ιστορία· τόσο απλή, που σκέφτηκα πως δεν είναι ποίημα, πως δεν μπορεί να γίνει ποίημα.



Ήταν δεκαεφτά πεινασμένοι σε μια σχεδία – είχανε ξεκινήσει από τον Άγιο Δομίνικο για το Πόρτο Ρίκο. Ήταν μετανάστες. Ανάμεσά τους κι αυτή· τριανταενός χρονών, είχε αφήσει την ενός έτους κόρη της πίσω κι είχε ανεβεί για να βρει δουλειά, να περάσει στη Φλόριντα – να σωθεί. Ανάποδοι άνεμοι εβγάλαν τη σχεδία στον Ατλαντικό· τροφή και νερό σώθηκαν από την τρίτη ημέρα. Τότε έγινε: η Φαουστίνα κατέβασε γάλα. Για δώδεκα μέρες θήλασε με το γάλα της τους δεκάξι απόκληρους της σχεδίας. Κι έπειτα η αδελφή της θήλαζε λίγες ακόμη σταγόνες και της τις έφτυνε στο στόμα για να κρατηθεί κι ίδια στη ζωή. Μετά από δώδεκα μέρες ξεβράστηκαν στη στεριά ζωντανοί. Για δώδεκα μέρες έπιναν το μητρικό γάλα – και έζησαν από αυτό. Μια γυναίκα μπορεί να γίνει ανθρωπότητα.



Τι απέγινε η Φαουστίνα Μερσέντες: πιθανώς σήμερα να κατέληξε εργάτρια στο Μαϊάμι ή να έμεινε στον Δομίνικο να πλέκει καλάθια για τους τουρίστες. Μπορεί να την ξέκανε μια φυματίωση ή μια μαλάρια – ή μια φιλάνθρωπη αμερικάνικη εταιρεία σκυλοτροφών ή φούρνων μικροκυμάτων να της έδωσε δουλειά και μισθό για να συνεχίσει τη ζωή της. Άραγε τι κάνει η κόρη της; – είναι καλά, ζούνε μαζί, έκανε άλλα παιδιά; Δεν θα μάθω ποτέ τη μορφή της – στην εφημερίδα δεν είχε φωτογραφία της. Μα σκέφτομαι πως μπορώ να τη φανταστώ. Κι ακόμη περισσότερο: μπορώ να πιστέψω σε αυτήν, μπορώ να πιστέψω στο σώμα της, μπορώ να πιστέψω στο γάλα της. Ένα τρεμάμενο σώμα είναι γεμάτο με πιθανότητες. Ένα σώμα κατεβάζει γάλα. Ένα σώμα κουβαλάει την πιθανότητα όλης της ανθρωπότητας.



Οι άνθρωποι δεν διαλέγουμε τη ζωή μας – διαλέγουμε ωστόσο την ελπίδα μας, την προσδοκία μας από το μέλλον, την πιθανότητά μας, πάντοτε ο καθένας για τον εαυτό του. Παρόμοια κι εγώ: μιλώντας για τον εαυτό μου μπορώ να πω πως πια δεν πιστεύω σε κανέναν Θεό, σε κανέναν Λαό και σε κανέναν μεγαλοφονιά, σε καμιά θρησκεία φονιάδων, σε κανένα έθνος φονιάδων και σε καμιά επανάσταση φονιάδων, σε κανέναν φονικό -ισμό και σε καμία φονική σημαία. Πιστεύω στην πιθανότητα της Φαουστίνας Μερσέντες.



* * *



Γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής που μπορεί να πάει μακρύτερα από τη βία, για την ανθρώπινη πιθανότητα μιας αντιπρότασης στο φόνο και τον τρόμο δίχως τα Τιεν-αν-μεν-αλλά κάποιου φαντασιακού παραπετάσματος, εντέλει για εκείνα τα ορφανά παιδιά ενός μακρινού μα και τόσο κοντινού καιρού που, κόντρα σε κάθε ιστορία, έχουμε να μεγαλώσουμε σα δικά μας, νομίζω πως αξίζει να μιλούμε, να επιμένουμε, να προσπαθούμε να ψηλαφήσουμε (αυτή είναι η σωστή λέξη: να ψηλαφήσουμε) ένα βιωματικό πολιτικό νόημα μη βίας σε έναν ακατανόητο κόσμο αδιάκοπης βίας… Δεν γυρεύω κανένα πρόταγμα, δεν ονειρεύομαι κανενός είδους πολιτικό ή άλλο μανιφέστο: εδώ και χρόνια αποστρέφομαι τα κάθε λογής ιερά βιβλία και τις αναγγελίες τους. Μα σκέφτομαι πως οι άνθρωποι μπορούμε να συναντηθούμε με τις διαφορετικές (ή και τις παράλληλες) διαδρομές μας, πάντοτε ο καθένας από μόνος του, με αποκλειστικά δική του συνειδητή απόφαση (κατά δαίμονα εαυτού). Σε τούτη τη συνάντηση (εντέλει: συνάντηση των βλεμμάτων) ίσως μπορεί να μας ενώσει και κάτι άλλο πέρα από το φόβο: η υποψία (ή και η αγωνία) της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης (της αγάπης;), μια υποψία που, με τη σειρά της, ίσως να μπορεί να σταθεί απέναντι στην κτηνωδία της βίας (την ολόδική μας κτηνωδία), την προελαύνουσα και αυτιστικά αυτοδικαιωμένη, τη διαρκώς αναπαράγουσα τον εαυτό της ως στρατηγική τρόμου και ως διανοητικό στρατόπεδο υποταγής.



Πολλοί –οι περισσότεροι– θα χλευάσουν, θα ειρωνευτούν, θα πούνε πως οι υποψίες είναι αστικές παλινωδίες, θα ξαναμιλήσουν για «πέμπτες φάλαγγες» και για «δεκανίκια του συστήματος»… Αναμενόμενο και θεμιτό. Μα αν εκείνη η πιθανότητα της Φαουστίνας Μερσέντες αφορά έστω κι έναν αναγνώστη, ίσως τούτες οι γραμμές να μην είναι ανώφελες.





Θ. Τ. – Καλοκαίρι 2010







[Βιβλία του Θ. Τ. ενάντια στην πολιτική βία: Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα (http://www.triaridis.gr/soma/, 2006) * H αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, μια αφήγηση (http://www.triaridis.gr/aida/, 2005) * Τα μελένια λεμόνια – η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων (http://www.triaridis.gr/melenia/, 2005, 2007) * Ich bebe – Όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα (http://www.triaridis.gr/ichbebe/, 2007) * Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται (http://www.triaridis.gr/kopse/, 2008, 2009). Ειδικότερα, κείμενα ενάντια στην «επανάσταση» και την «επαναστατική» βία: Το δικαίωμα του να είσαι φασίστας (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD031.htm, 2005), Εκείνο το λουλούδι που μαραίνεται (http://www.triaridis.gr/keimena/keimC004.htm, 2004), Μικρή σημείωση για το σώμα που πέφτει (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD041.htm, 2005), Ανθρωποδιορθωτισμός: η ντούμπα με τα πτώματα ως προϋπόθεση της αγάπης (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD058.htm, 2007), Αυτοί που βούλιαξαν, εμείς που βουλιάζουμε (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD061.htm, 2009), Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD065.htm, 2010), Θα τους φοβηθούμε επειδή σκοτώνουν; (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD067.htm, 2010). Επίσης τα κεφάλαια 11 (Εμπρός της γης οι κολασμένοι) και 12 (Ιnno della Rivolta) από το βιβλίο Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται (http://www.triaridis.gr/kopse/, 2008, 2009.]